ΚΑΝΕ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗΝ ΑΡΟΥΡΑΙΑ...

9 Φεβ 2010

Μπουκαλάκι

Κι εκεί που είχε αρχίσει να βουρκώνει η άθλια γκρίζα μοκέτα που κάποτε ήταν πράσινη, αλλά τώρα έχει τόση μπίχλα πάνω της που κοντεύει να γίνει σαν το ηλίθιο απροσδιόριστο χρώμα του τοίχου που μοιάζει με σκονισμένο μπισκότο πτι-μπερ... εκεί λοιπόν που άρχισε να ρουφάει τις μπότες μου η σύχρηστη μοκέτα (δε με νοιάζει αν υπάρχει η λέξη σύχρηστη, εμένα μ’ αρέσει που μου χαρχαλάει το λαρύγγι όταν την προφέρω), ουφ! Πάμε πάλι, κολλούσαν οι σόλες μου στο βούρκο ώσπου κάτι συνέβη! Ναι, συνέβη. Λίγο το κυνήγησα, λίγο με κυνήγησε και συνέβη. Ξεκίνησε από τη βροχή και κατέληξε σε μια ιρλανδέζικη παμπ. Συνεχίστηκε με περισσότερη βροχή, λεκέδες στους ηλίθιους μπισκοτό-σκονισμένους τοίχους, μουσική, χαρούμενα νιαουρίσματα και γαβγίσματα, χάδια, συγχαρητήρια και γέλια. Συνεχίζεται ακόμα, με μένα βουτηγμένη σε μπισκότα, όχι σκονισμένα, πεντακάθαρα, λαχταριστά, σοκολατένια με γέμιση βανίλια.

Και όοολο αυτό βρίσκεται σε ένα μικρό χρωματιστό μπουκαλάκι. Με τόσο μικρό στόμιο που πρέπει να σουφρώσεις τα χείλη σου, σα να ετοιμάζεσαι να φιλήσεις ένα μικροσκοπικό στοματάκι, για να πιεις. Αλλά, πίνεις. Και αφού καταπιείς, μοιάζεις με τον Αστερίξ που καταπίνει το μαγικό ζωμό και ηλεκτρίζεται ολόκληρος, ενώ τα φτερά στο κεφάλι του γυρίζουν σβούρες. Ξαναπίνεις, ξανακαταπίνεις και το φχαριστιέσαι (δε με νοιάζει αν γράφεται με «ευ» εγώ έτσι φχαριστιέμαι να το γράψω). Από ένα μικρό-μικρό μπουκαλάκι, ρουφάς όσο χρειάζεσαι και δεν τελειώνει. Όχι εύκολα. Ζωντανεύεις όλα εκείνα τα όνειρα που κρέμασες σε ασπρόμαυρα κάδρα και σκεφτόσουν να πακετάρεις σε κούτες. Τα χρωματίζεις με μπογιές και παίζεις α-μπε-μπα-μπλομ για το ποιο θα ζήσεις πρώτο. Όποιος τολμήσει να κάνει παρεμβολές σ΄αυτό το έργο θα του κόψω ότι περισσεύει, κι αν δεν περισσεύει, θα βρω κάτι να του κόψω. Κοντά τα χέρια σας. Είναι δικό μου.


Ναι; Δεν σας ακούω! Ξαναπάρτε το δρόμο σας και αφήστε με στη ζωή μου! Αφήστε με να ρουφήξω το μπουκαλάκι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου