ΚΑΝΕ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗΝ ΑΡΟΥΡΑΙΑ...

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Μαρ 2012

ΣΟΥ - ΡΕΑΛ, 0 - 4!

Δεν βρήκα κατάλληλο οπτικό υλικό για το ποστ, γι' αυτό θα σας το περιγράψω όσο πιο "γλαφυρά" μπορώ.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη (Τετάρτη), κάπου λίγο έξω από το Αγρίνιο (στην άνω Χασικλίτσα). Τα σαλιγκάρια κοιμόντουσαν, οι μύγες έχεζαν και ένα πουλί πετούσε (νοτιοδυτικά)... ανάμεσα σε κάτι χωράφια, κοντά στο χωματόδρομο που περνάνε τα τρακτέρ (ήχος διερχόμενου τρακτέρ), βρέθηκε (περαστικός) ένας νεαρός τσέλιγκας να σαλαγάει το κοπάδι του.
Ο πιτσιρικάς, ήταν-δεν ήταν 18 χρονών, φορούσε γιλεκάκι τσελιγκάτο με την απαραίτητη "τυρίλα", διέθετε το παραδοσιακό μουστάκι, γκλίτσα, μαλλάκι "κάγκελο" κι από κάτω, τζινάκι ξεβαμμένο, νάικ αθλητικά και στο χέρι κρατούσε... ένα Άι-Φον!
Και "ΤΣΑ ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ" φώναζε στα πρόβατα, ενώ έπαιζε άνγκρι μπερντς στο Άι-Φον!

True Story...

"ΜΠΕΕΕΕΕΕΕ" Ρεεεεεε!!!

1 Οκτ 2011

ΜΗ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ



Πράξη πρώτη - The hunchback of Notre-dam και οι Γιαπωνέζοι

Ξύπνησα από έναν δυνατό, επίμονο πόνο κοντά στην κοιλιά. Στράβωσα. Περίμενα περίπου 4 ώρες διπλωμένη στα δύο για να περάσει. Τίποτα. Δεν περνούσε ο πούστης. Επέμενε να με πονάει στο ίδιο σημείο με την ίδια ένταση. Η αλήθεια είναι ότι αντεχόταν, απλά δεν μπορούσα να σταθώ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και περπάτησα διπλωμένη σαν τον καμπούρη της Παναγίας των Παρισίων. Πήρα τηλέφωνο το γιατρό μου. Τίποτα. Πήρα άλλο γιατρό. Τίποτα κι εκεί, κλειστά τα ιατρεία. Πήρα ένα νοσοκομείο που εφημέρευε. Τίποτα κι εκεί, δεν ίσχυε ο αριθμός. Είχαν λέει και απεργία οι νοσηλευτές κι εγώ δεν είχα πολλές επιλογές. Πήρα την αστεία διπλωμένη σιλουέτα μου και την πήγα στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Με έστειλαν να πάω με τα πόδια σε ένα άλλο νοσοκομείο εκεί κοντά για να με δει χειρουργός. Σιγά που θα ξεμπέρδευα με ένα παθολόγο… Έπρεπε να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να ψοφήσω εκεί πέρα γιατί είχαν σφουγγαρίσει. Περπατώντας σε «Γ», σκεφτόμουν να ξαπλώσω στο πλάι και να αρχίσω να τσουλάω ρυθμικά στην Αλεξάνδρας ως το άλλο νοσοκομείο, μήπως φτάσω πιο γρήγορα. Πηγαίνοντας, συνάντησα Γιαπωνέζο τουρίστα να φωτογραφίζει έκθαμβος ένα φοίνικα στο πεζοδρόμιο και με πεσμένο το σαγόνι να πλησιάζει τα μούτρα του στα πορτοκαλί μπιρμπιλόνια διστάζοντας να τα αγγίξει. Λίγο παρακάτω, μια Γιαπωνέζα φωτογράφιζε μια ισχνή, ταλαιπωρημένη ελιά. Απ’ ότι φαίνεται προσφέρουν εξαιρετικό τουριστικό θέαμα τα παρτέρια των Αμπελοκήπων… Τελικά, φτάνω στο νοσοκομείο Νο2. Ε τι περίμενες;


Πράξη δεύτερη - Τεστ υπομονής 1-2, 1-2

Μια ταμπέλα στην είσοδο γράφει "Πληροφορίες", ρωτάω στον γκισέ μια πενηντάρα μανδάμ που κοίταζε μια ασπρόμαυρη οθόνη.
"Πού είναι τα επείγοντα παρακαλώ;" η μανδάμ με κοιτάζει κάπως παρεξηγημένη
"Τι θέλετε;"
"Με έστειλαν από το τάδε για να με δει χειρουργός."
"Δεν εφημερεύουμε σήμερα!"
"Δεν έχετε επείγοντα ως τις 2:30;"
"Ναι, αλλά δεν εφημερεύουμε σήμερα!" Κάπου εδώ αρχίζω να χάνω την υπομονή μου...
"Δεν με νοιάζει αν εφημερεύεις. ΠΟΝΑΩ!!! Πού θα βρω ένα χειρουργό;", η μανδάμ έδειξε προς μια κατεύθυνση χωρίς να μιλήσει. Πήρα την καινούρια μου καμπούρα και πήγα προς τα εκεί. Όλοι γύρω μου έπιναν φραπέ και λιαζόντουσαν στα παγκάκια του προαυλίου σε mood “Beautiful day – U2”.
"Αυτοί με τον Bono, εγώ με τον πόνοσκέφτηκα, πολύ θα ήθελα να αράξω να πιω φραπέ και να φωτοσυνθέσω σαν τους υπόλοιπους, αλλά δεν με βόλευε η στάση.


Πράξη τρίτη - Τρελές νοσοκόμες

Μπήκα στο ιατρείο, μια ξανθιά, γαλανομάτα νοσοκόμα γύρω στα 35 και άλλη μία ασκούμενη, πιτσιρίκα με σιδεράκια, μου έκαναν ερωτήσεις κι ανέλαβαν να φωνάξουν το γιατρό. Η μικρή ήταν εντελώς σαχλοκούδουνο. Προσπαθούσε να μου πιάσει κουβέντα, να βγάλει διάγνωση μόνη της ή κάτι να κάνει τέλος πάντων. Όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ανταπόκριση, γύρισε και μου είπε
"Μη με παρεξηγείς, έρχεται το ρεπό μου γι' αυτό είμαι έτσι..." Πονούσα πολύ για να το συνεχίσω και την άφησα να το βουλώσει ανενόχλητη.
Ο γιατρός με εξέτασε και ζήτησε το κλασικό τρίπτυχο εξετάσεων αίμα-ούρα-υπέρηχο. Η ξανθιά νοσοκόμα ήρθε να μου πάρει αίμα και η μικρή ασκούμενη παρεξηγήθηκε που δεν την άφησε να το κάνει εκείνη. Γύρισα κι έγνεψα προς τη "μεγάλη" νοσοκόμα για να την ευχαριστήσω που δεν άφησε το παρτσακλό να πειραματιστεί πάνω μου με τη βελόνα. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που χτυπάω άτομο σε νοσοκομείο επειδή με πόνεσε ή έκανε μαλακία. Έχω ιστορικό, και δεν είμαστε για αστυνομίες τέτοια εποχή. Η μεγάλη κατάλαβε, η μικρή συνέχισε να κάνει τα δικά της, σχολίαζε το τατουάζ μου και τις φλέβες μου. Την έστειλα να μου φέρει νερό για να την ξεφορτωθώ... μόλις το έφερε, το ήπια και την ξαναέστειλα. Φάνηκε να την χαροποιεί. "Έχε χάρη που πονάω και δεν μπορώ να σε δέσω με τα στηθοσκόπια, να σε φιμώσω με τα γάντια και να σε δείρω μέχρι να βάλεις μυαλό."



Πράξη τέταρτη – Μαραθώνιος εκ των έσω

Η ξανθιά νοσοκόμα ανέλαβε να με πάει στον υπέρηχο. Εγώ συνέχιζα να περπατάω σκυφτή και σχετικά αργά. Σε κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε
"Έλα, βιάσου λίγο!" την κοίταξα και της είπα
"ΠΟΝΑΩ Ηλίθια! Δεν μπορώ πιο γρήγορα."
"Α! Περπατάω γρήγορα δηλαδή;"
"Όχι, απλά είσαι χαζή, ξανθιά, με IQ χαρτοπετσέτας και αν δεν είχες κάνει την καλή με την αιμοληψία προηγουμένως, θα έκανα το κεφάλι σου σφουγγαρίστρα και θα το έτριβα στις βρωμερές γωνίες της τουαλέτας του νοσοκομείου, για να μάθεις να μη λες μαλακίες!" η συζήτηση δεν είχε νόημα.
Με άφησε στον υπέρηχο. Πέρασα μία ώρα από τη ζωή μου με έναν τύπο που έμοιαζε καταπληκτικά με το Μιχάλη Μαρίνο (τον ηθοποιό, γνωστός και ως "Μικρό μου πόνυ") και σκάναρε με φανατισμό τα ζωτικά μου όργανα ένα προς ένα... ξεκίνησε από κάτω προς τα πάνω, μετά πήγε από πάνω προς τα κάτω, μετά στο πλάι κ.λπ. Είχε πορωθεί τόσο πολύ, που κόντεψα να μείνω από τις ανάσες για να βλέπει καλύτερα. Θα ορκιζόμουν ότι το μόνιτορ είχε τόση βρώμα που δεν έβλεπες ούτε τα μισά, αλλά αυτός δεν έδειχνε να πτοείται. Είχε υπνωτιστεί λες και παρακολουθούσε ντοκιμαντέρ στο Discovery channel. Έπρεπε να βλέπατε τον ενθουσιασμό του όταν είδε το πάγκρεας, παραμιλούσε απ' τη χαρά του! Μετά τέλειωσε το μπουκαλάκι με τη βαζελίνη για τις κάμερες και το πήρε απόφαση ότι κι ο υπέρηχος έπρεπε να τερματίσει.


Πράξη πέμπτη – Τα ζόμπι έφαγαν την υπομονή

Μετά το μαραθώνιο υπέρηχο, έπρεπε να περάσω από το «λογιστήριο» του νοσοκομείου και να τακτοποιήσω τις οφειλές μου, για να μπορέσω να πάρω τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Αφού μου έδωσαν λάθος οδηγίες, πέρασα άλλη μια βόλτα από τη μανδάμ στις πληροφορίες, βρήκα το «Γραφείο κίνησης ασθενών» (είχε μια κόλα Α4 από κάτω που έγραφε με μαρκαδόρο «Λογιστήριο»). Είχα ήδη αρχίσει να βρίζω σιγανά από μέσα μου. Μπήκα μέσα και είδα 2 καθαρίστριες που σφουγγάριζαν και έναν τύπο που έμοιαζε με undead junkie surfer και ήταν, φυσικά, ο λογιστής! Μόλις του έδειξα τα χαρτάκια μου και του είπα ότι με έστειλαν από το τάδε ιατρείο, άρχισε να φωνάζει
«Λάθος! Από την εφημερία σε έστειλαν;»
«Όχι, από το τάδε.»
«Δεν υπάρχει τάδε, από πού σε έστειλαν; Από τα εφημερεύοντα; Λάθος κάνεις, σε άλλο λογιστήριο πρέπει να πας.»
«Όχι, δεν με έστειλαν από εκεί που λες. Να η σφραγίδα του τμήματος μπλα μπλα μπλα»
«Πήγαινε πίσω και πες τους ότι ο Μαλακοψώλης είπε να τον πάρουν στο νούμερο «3 πουλάκια κάθονται» γιατί έκαναν λάθος!»
«Μας δουλεύεις ρε μπάρμπα; Αφού σου λέω από εκεί ήρθα!»
«Γιατί φοβάσαι να περπατήσεις; Νέα κοπέλα είσαι!»
-Αυτό δεν έπρεπε να το πει.- Κάπου εδώ έγινα πράσινη, ψήλωσα 2 μέτρα, πήρα κι άλλα 2 σε όγκο, έβγαλα αφρούς από το στόμα και αίμα από τα μάτια. «ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΑΥΤΟ ΓΑΜΩ ΤΟ ΞΕΣΤΑΥΡΙ ΣΟΥ; ΠΟΝΑΩ ΗΔΗ 7 ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΔΕΝ ΠΑΘΑΙΝΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ ΠΑΛΙΟ ΠΑΠΑΡΑ; ΟΛΟΙ ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ ΕΔΩ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΤΕ; ΘΑ ΣΑΣ ΚΛΕΙΔΩΣΩ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΨΩ ΣΑΝ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΚΑΤΟΚΑΡΓΙΟΛΗ!»


Πράξη έκτη – Χάλασε το μηχάνημα

Γύρισα πίσω στο ιατρείο με σαφώς ανεβασμένη πίεση και με σκοπό να μάθω τι έχω, να ξεμπερδεύω και να πάω σπίτι μου. Είπα στην ξανθιά νοσοκόμα ότι το λογιστήριό τους τον παίζει και εκείνη την ώρα ο Μαλακοψώλης την πήρε τηλέφωνο και άκουγα τις φωνές του από την άλλη άκρη. Η νοσοκόμα του το έκλεισε, ξεροκατάπιε και μου είπε ότι δεν μπορεί να μου δώσει τα αποτελέσματα σήμερα γιατί υπάρχει πρόβλημα με το μηχάνημα του βιοχημικού φραπέ και το λογιστήριο έκλεισε. Εν ολίγοις ότι έπρεπε να πάω ξανά στο νοσοκομείο για να πληρώσω και να πάρω τις εξετάσεις. Χωρίς να περιμένει να απαντήσω, γύρισε και μιλούσε σε μια άλλη νοσοκόμα για κάποια συνέλευση που είχαν και για κάποια συνδικαλιστικά θέματα.
Στραβώνω και της μιλάω αργά και κατανοητά. «Κοίτα πώς έχουν τα πράγματα. Πονάω ήδη 7 και ώρες, ήρθα εδώ και με βάλατε να κάνω εξετάσεις, δεν μου είπατε τι έχω, δεν έχω οδηγίες γιατρού και τώρα θες να φύγω όπως ήρθα και να ξανάρθω επειδή σας χάλασε το μηχάνημα; ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ!»
«Μια στιγμή παίρνω το γιατρό τηλέφωνο.»
Ο γιατρός έφτασε σε λιγότερο από 60, με καθησύχασε, μου έδωσε μαγικά χαπάκια (παυσίπονα), ένα τηλέφωνο (δικό του) έκτακτης ανάγκης –δεν το δοκίμασα, αλλά νομίζω ότι είναι του σπιτιού του- μου είπε ότι μπορώ να μάθω τα αποτελέσματα που εκκρεμούν με ένα τηλεφώνημα και θα μου τηλεφωνήσουν εκείνοι σε περίπτωση που υπάρχει κάτι τρομερό στις εξετάσεις μου. Και... γλυψ γλυψ γλυψ, πατ, πατ, πατ, με γεια το καινούριο σου απόκτημα! Πάντα ήθελες να παράγεις τις δικές σου πολύτιμες πέτρες, έτσι δεν είναι;
«Έτσι, έτσι!»


Πράξη έβδομη – Έχω, λέγετε...

- Ό,τι έχει κανείς καλό είναι.
- Αχά...
- Εσύ τι έχεις;
- Πέτρες στο νεφρό.


P.S.
Μόνο μη σου τύχει να πεθαίνεις σε μέρα απεργίας...



image source: www.dvdactive.com/
image source: http://www.deltafilms.net/

8 Μαΐ 2011

ΑΣΕ ΜΕ ΜΑΜΑ - ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΑ!



Είσαι τεσσάρων και βρίσκεσαι στο ροζ, παιδικό σου δωμάτιο. Κάθεσαι με τις πιτζάμες στην άκρη του κρεβατιού, ενώ η μαμά σου διαλέγει τα ρούχα σου από τη ροζ ντουλάπα. Μοιάζεις με μικρή κουκλίτσα, έχεις όμορφες ξανθές μπουκλίτσες, γλυκιά φατσούλα και εκείνη επιλέγει πώς θα σε ντύσει και θα σε χτενίσει, σχηματίζει την εικόνα που θέλει και στη φοράει. Μόνο που εσύ δεν ήσουν σαν τα άλλα καλά κοριτσάκια… 

-          -Αλκμήνη μου, έλα να ντυθείς.
-          -Ναι μαμά.
-          -Θα φορέσεις αυτό το κολάν και αυτό το πουλοβεράκι.
-          -Μα μαμά με τσιμπάει αυτό.
-          -Ναι, αλλά σου πηγαίνει πολύ και είναι μοντέρνο.
-          -Τι είναι μοντέρνο;
-          -Είναι να ντύνεσαι και να δείχνεις όμορφη. Φόρεσέ το.
-          -Δεν θέλω.
-          -Δεν θες να είσαι όμορφη;
-          -Ναι, αλλά με τσιμπάει…
-          -Θα φορέσεις το φανελάκι από μέσα και δεν θα σε τσιμπάει.
-          -Μα με τσιμπάει στα χέρια!
-          -Έλα αγάπη μου, φόρα το. θα είσαι ωραία, θα είσαι μοντέρνα!
-          -ΑΣΕ ΜΕ ΜΑΜΑ! ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΑ!!! 

Κάπως έτσι η μαμά σου σταμάτησε να σε ντύνει και σου αγόραζε μόνο τα απαραίτητα. Εσύ είχες ησυχάσει και δεν θα γινόσουν με τίποτα «μοντέρνα», δεν σου άρεσε αυτή η λέξη, αντιπαθούσες το άκουσμα και τα άβολα ρούχα που σου προκαλούσαν φαγούρα. Σου άρεσε μόνο να ντύνεσαι ηρωίδα κάποιου παραμυθιού ή ηρωίδα από τα καρτούν που έβλεπες. Φανταζόσουν ότι έχεις υπερφυσικές δυνάμεις. Φορούσες μια μπέρτα, τις γαλότσες σου, έπαιρνες ένα πλαστικό καλάμι για σπαθί και τριγυρνούσες όλο χαρά φωνάζοντας «Είμαι η Σίρααα!». Πολεμούσες το κακό και ήσουν ευτυχισμένη. 

Πέρασαν χρόνια, έγινες γυναίκα, πλέον διαλέγεις τα ρούχα σου μόνη σου και φτιάχνεις τη δική σου εικόνα. Αλλά ακόμα να δεχτείς εκείνη τη λέξη «μοντέρνα», τι πάει να πει μοντέρνα δηλαδή; Γιατί να φοράς ότι δείχνουν τα περιοδικά; Γιατί να περνάς τόσες ώρες απ’ τη μέρα σου προσπαθώντας να είσαι στη μόδα, να χωράς στο σώμα που πρέπει, στο παντελόνι που προστάζει, στο αυτοκίνητο που υποδεικνύει, στη σχέση που εγκρίνει και στη ζωή που επιβάλλει η κυρά Μόδα; Γιατί να στριμώξεις όλη σου την ύπαρξη μέσα σε ένα πρότυπο, για να ανήκεις πού; 

Αφού βλέπεις ότι έτσι δεν ανήκεις ούτε στον εαυτό σου, πώς γίνεται να ανήκεις στο σύνολο; Κι αν ανήκεις στο σύνολο, νομίζεις ότι σε αποδέχονται και σε βλέπουν; Αόρατος είσαι! Γιατί μοιάζεις με κλωνοποιημένο πλασματάκι, ντυμένο, χτενισμένο και φτιαγμένο ακριβώς όπως όλα τα πλασματάκια γύρω του. Δημιουργείτε, όλοι μαζί, μια θάλασσα από πλασματάκια και αποδέχεστε το ένα-το άλλο. Μια εικόνα σαν τα πανομοιότυπα, εξωγήινα παιχνιδάκια του Toy Story, εκείνα που περιμένουν στριμωγμένα μέσα στο κουτί με το γάντζο μέχρι να ρίξει κέρμα κάποιο παιδάκι και να πιάσει ένα απ’ το κεφάλι με τη δαγκάνα του παιχνιδιού.

Κι ενώ έχεις ησυχάσει τόσα χρόνια και δεν γεμίζεις το κεφάλι σου με περιττά lifestylίστικα σκουπίδια, έρχεται ο μάγκας ο Μέρφυ με τους νόμους του και σου σκάει μια αεροπλανική σφαλιάρα. Σου προσφέρουν μια δουλειά λοιπόν, μια ωραιότατη συνεργασία κι εσύ τη δέχεσαι μ’ ένα κόμπο στο λαιμό. Ξέρεις ότι μπορείς να γράψεις για οτιδήποτε, από σερβιέτα μέχρι ασφάλειες, από τσόντα μέχρι προσευχή κι από πιγκάλ μέχρι πυραύλους… αλλά για μόδα δεν έχεις γράψει ποτέ! Κι αφού όταν αναλαμβάνεις να κάνεις κάτι, οφείλεις να το κάνεις και καλά, περνάς μια ίωση και μαζί μ’ αυτή μελετάς, διαβάζεις, κοιτάς εικόνες, βλέπεις βίντεο με πασαρέλες και σχεδιαστές, ξεφυλλίζεις γυναικουλίστικα περιοδικά με άρθρα γεμάτα ονόματα από ανθρώπους που δεν ξέρεις, αλλά είναι διάσημοι, γεμάτα brands και λέξεις όπως “chic”, “style” και “trend” που επαναλαμβάνονται σχεδόν σε κάθε παράγραφο. Πήζεις. Φτάνει η ώρα που τα κλείνεις κι έχεις πονοκέφαλο, ημικρανία, πίεση, headache-cocktail, όλα μαζί και καλείσαι να γράψεις. Κάπου εκεί θυμάσαι τη μαμά σου κι εσένα μικρή και σκέφτεσαι «Τι ωραία που θα ήταν να γίνω πάλι η Σίρα και να πετάξω με τον πήγασο πολεμώντας τους κακούς!». 

Ίσως τελικά υποκύψεις στο οικονομικό όφελος και «εκπορνεύσεις», για ακόμη μια φορά, την «πένα» σου. Ίσως πάλι να φορέσεις γαλότσες, μια μπέρτα, να πάρεις ένα πλαστικό καλάμι στο χέρι και να βγεις στο δρόμο φωνάζοντας «Είμαι η Σίρααα!».

27 Μαρ 2011

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ

Τάξη: Γ' Δημοτικού 
Θέμα: Μια προσωπικότητα που θαυμάζετε



Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά θυμάμαι ακόμα το μάθημα εκείνης της μέρας. Ήθελα να γράψω για τον παππού μου, τελικά νομίζω ότι έγραψα για κάποιον συγγραφέα ή ήρωα του ελληνοτουρκικού πολέμου… κάτι παρόμοιο με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης. Είχα προσπαθήσει να γράψω για τον παππού μου, αλλά δεν ήξερα πώς να περιγράψω αυτά που θαύμαζα σε εκείνον ή αν αυτά που έβρισκα εγώ αξιοθαύμαστα, θα τα έβρισκαν και οι άλλοι. Είχα έναν έντονο προβληματισμό αντικειμενικού και υποκειμενικού τότε, αλλά δεν ήξερα πόσο ελεύθερο μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να γράψει εντός του σχολικού πλαισίου. Ήξερα μόνο ότι μου έλειπε. Είχε πεθάνει εκείνη τη χρονιά. Έζησε 80 χρόνια, καλά ήταν μάλλον. 

Στην ηλικία των 9 ετών, όταν μιλούσα για εκείνον έλεγα μόνο ότι είναι σοφός. Αυτό μου αρκούσε, δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να το αιτιολογήσω. Τώρα καταλαβαίνω και ίσως να χρωστάω και στον εαυτό μου μια μικρή έκθεση για τον παππού μου (στους ζωντανούς χρωστάμε, όχι στους νεκρούς). Για να δούμε.

Ο παππούς μου είχε γκριζό-λευκα μαλλιά, παχύ μουστάκι, γυαλιά και στρογγυλή κοιλιά. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα, έψηνε έναν βαρύ, γλυκό ελληνικό καφέ και τον απολάμβανε διαβάζοντας εφημερίδα και καπνίζοντας κασετίνα Καρέλια. Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά του καφέ και τον ήχο του τσιγάρου του όπως καιγόταν. Όταν ήμουν κι εγώ εκεί, μου διάβαζε παραμύθια μέχρι που δεν άντεχαν άλλο τα μάτια του και σταματούσε. Επίσης, αν ήμουν εκεί με ένα σακούλι κουλουράκια κανέλας, τα βούταγα στον καφέ του, ώσπου αναγκαζόταν να φτιάξει άλλον για εκείνον, χωρίς να παραπονιέται. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν έχει βρεθεί άλλος άνθρωπος, μέχρι σήμερα, που να έχει ικανοποιητικές απαντήσεις για τις απορίες μου. Πιστέψτε με, είχα εξωφρενικά πολλές απορίες και πολύ πιο περίπλοκες από τις συνηθισμένες παιδικές ερωτήσεις του στιλ “Πώς γίνονται τα παιδιά;”. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τη διαφορά: όταν ήμουν 2 ετών, έκανα υποδείξεις στον πατέρα μου λέγοντάς του τι έπρεπε να γίνει για να λήξει ο ψυχρός πόλεμος. Η απορία μου, αφού τεκμηρίωσα τη λύση, ήταν “γιατί δεν το κάνουν;”. Αν μπορείς εξήγησέ το σε ένα παιδί 24 μηνών. 

Επανέρχομαι στο σοφό παππού μου, ο οποίος συνήθιζε να λέει “Τα λεφτά είναι σαν τα χελιδόνια, έρχονται και φεύγουν πριν καταλάβεις ότι πέρασε καιρός”, γι’ αυτό μην υπολογίζεις σ’ αυτά. Ζούσε τη ζωή του μέχρι και τα τελευταία χρόνια του, κάθε απόγευμα έπαιρνε τη γιαγιά από το χέρι και πήγαιναν βόλτες. Καθόντουσαν στα ταβερνάκια με τους τουρίστες και τους μάθαιναν ελληνικά. Κι άμα είχαν όρεξη, χόρευαν κι ένα μπάλο. Διασκέδαζαν πολύ, γελούσαν δυνατά, αγαπούσαν χωρίς όρους και δεν έβλαπταν ούτε μύγα. 

Οι περισσότεροι τον θαύμαζαν για τον “μαγικό” του τρόπο να κρατά την οικογένεια ενωμένη. Όσο ήταν παρών, κανείς δεν τσακωνόταν, κανείς δεν κοίταζε την πάρτη του, ήταν όλοι μαζί δυνατοί κι αγαπημένοι. Είχε κερδίσει το σεβασμό και δεν τον έχασε ποτέ. Όταν μιλούσε, ήξερες ότι έπρεπε να τον ακούσεις. Δεν φώναζε, δεν επέβαλλε, απλά είχε δίκιο και το δεχόσουν. 

Μια ιστορία που έμαθα μεγαλώνοντας με έπεισε ότι δεν τον θαύμαζα επειδή τον έβλεπα με λατρεία και παιδικά μάτια. Αν ζούσε σήμερα, είμαι βέβαιη ότι θα υποκλινόμουν μπροστά του, να γιατί:

Ήταν μέσα της μεγάλης εβδομάδας στο χωριό, η ξαδέρφη μου κι ο παππούς μου βρίσκονταν στο σπίτι. Δίπλα σ’ αυτό ήταν η μεγάλη εκκλησία του χωριού. Χτύπησαν οι καμπάνες της σημαίνοντας λειτουργία και οι χωριανοί, φορώντας τα καλά τους, άρχισαν να σπεύδουν. Ο παππούς συνέχιζε να πίνει τον καφέ του. Η μεγαλύτερη ξαδέρφη μου, της οποίας η μητέρα είναι αρκετά τυπική και επίμονη ως προς τις χριστιανικές παραδόσεις, πλησίασε τον παππού και τον ρώτησε
 
-Παππού, εσύ δεν θα πας στην εκκλησία;

-Όχι.

-Α… μα είναι μεγάλη Πέμπτη. 

-Το ξέρω.

-Δεν πιστεύεις στο Θεό; 

-Αγάπη μου, ο Θεός δεν είναι στην εκκλησία, αλλά εδώ μέσα (είπε δείχνοντας την καρδιά του). Το θέμα είναι να τον νιώθεις μέσα σου και να είσαι καλός. 

-Και οι άλλοι γιατί πάνε; 

-Πήγαινε στην εκκλησία αυτή τη στιγμή και δες ποιοι είναι μέσα, σίγουρα θα βρίσκονται εκεί οι πιο κακοί άνθρωποι του χωριού. Εκείνοι που έχουν βλάψει τους άλλους. Εκείνοι πάνε γιατί έχουν τύψεις και πολλοί άλλοι για να φορέσουν τα καλά τους. Δεν βλέπουν όμως ότι ο Θεός δεν νοιάζεται για τα ρούχα.
 
-          
Η ξαδέρφη μου ήξερε ότι πράγματι μέσα στην εκκλησία εκείνη τη στιγμή ήταν οι χειρότεροι άνθρωποι που ζούσαν στο χωριό, φορώντας τα καλά τους. 
Ο παππούς δεν ήξερε ότι αυτή η ιστορία θα γραφόταν κάποτε στο διαδίκτυο. 
Κι εγώ, δεν φανταζόμουν ότι θα έβρισκα άλλον ένα υπέροχο λόγο να θαυμάσω τον παππού μου, τόσα χρόνια μετά το θάνατό του. 

Τέλος.

25 Μαρ 2011

OYZO POWER


Εγώ δεν έπινα ούζο, αλήθεια, δεν έπινα! Ώσπου ήρθε ο διάολος και μου σύστησε το νέκταρ της αμαρτίας.
Φέρε ένα καραφάκι διάολε, φέρε κι άλλο ένα μαζί με τις γαρίδες, φέρε κι ένα τρίτο να κατέβει το ολόφρεσκο λαυράκι που μας έψησε ο μάγος της κουζίνας (μα τι έφτιαχνε ο πούστης απαπα), άντε φέρε κι ένα ακόμα να τελειώσουμε την κουβέντα μας...
ΩΩωωωχχ φέρε μου τώρα κι ένα τοίχο να χτυπήσω το κεφάλι μου γιατί έγινα φέσι!
Είναι κι επίκαιρο το φέσι λόγω εθνικής γιορτής, αλλά θύμησέ μου, του χρόνου τέτοια μέρα να πιω φραπέ, το εθνικό μας ρόφημα. Θα γλιτώσουν τουλάχιστον οι σοβάδες!

5 Μαρ 2011

ΣΟΥ-ΡΕΑΛ 2-0



Είναι μεσημέρι και η θεία Μαίρη είναι μες στο φούρνο με λαχανικά…
Ουπς, λάθος. Πάμε πάλι.
Είναι μεσημέρι και σου τηλεφωνεί ο πατέρας σου, από την ελλιπή άρθρωση καταλαβαίνεις ότι είναι αρκετά μεθυσμένος. 

-Έλα μωρό μου, τι κάνεις;

Εσύ εκείνη την ώρα βάζεις στο πλυντήριο τις χρωματιστές σου κάλτσες και δεδομένης της κατάστασής του, αποφασίζεις να μην του δώσεις λεπτομερή περιγραφή. Εξάλλου, πόση πλάκα θα είχε αν π.χ. μπέρδευε το "ριγέ" με το "φιδέ" κι έπρεπε να του εξηγήσεις;

-Καλά είμαι μπαμπά, εσείς τι κάνετε; 

-Καλά είμαστε, έχουμε έρθει με τη μαμά σε ένα ταβερνάκι και βλέπουμε τη θάλασσα.

Δεν εκπλήσσεσαι, αυτό το κάνουν τουλάχιστον 3 με 4 μεσημέρια την εβδομάδα από τότε που μετακόμισαν μόνιμα στο νησί. Σε αυτή ακριβώς τη φάση θυμούνται πάντα να σε πάρουν να ρωτήσουν τι κάνεις. Δεδομένου ότι τις καθημερινές τέτοια ώρα είσαι στη δουλειά και πήζεις, η λεπτομερής περιγραφή των θαλασσινών, της ρακής και της γαλάζιας θάλασσας, συνήθως σου σπάει τα νεύρα και θες να βγάλεις δύο υπερμεγέθη χέρια από το κινητό τους και να τους τρίβεις τα μούτρα μέσα στα πιάτα με τα χταπόδια. 

-Μπράβο σας, μια χαρά!
 Λες, χώνοντας στον κάδο του πλυντηρίου κάτι φούξια κάλτσες με δαντελίτσα. 

-Μωρό μου θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.

Αντιπαρέρχεσαι για δεύτερη φορά την προσφώνηση "μωρό μου", καθώς και το αίτημα "χάρης" γιατί αντιλαμβάνεσαι την αυξημένη ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του και απαντάς γλυκά, σα να μη συμβαίνει τίποτα. (Όλοι την πατάνε όταν απαντάς με αυτόν τον τρόπο).

-Πες μου μπαμπά μου, τι θέλεις;

-Έχουμε μια διαφωνία με τη μαμά σου (σε αυτό το σημείο ο κυνισμός σηκώνει το αριστερό σου φρύδι) και θέλω να σου ζητήσω να μου φέρεις τη σκυλίτσα σου εδώ για να την έχω παρέα και να τη φροντίζω εγώ...

Τώρα, ξεκολλάς το ακουστικό από το αυτί σου και το κοιτάς, λες και με αυτόν τον τρόπο θα βεβαιωθείς για το μέγεθος του σουρεαλισμού. Το ξαναβάζεις στο αυτί σου.

-…θα την πηγαίνω βόλτες στο βουνό το πρωί, θα κοιμάται δίπλα μου…

Ξανακοιτάς το ακουστικό με δυσπιστία, αναλογιζόμενη πόσο μπορεί να έχει πιει για να σου ζητάει κάτι τέτοιο; Είναι πλέον σίγουρο, ο σουρεαλισμός έχει εξαπλωθεί παντού, σε όλες τις γωνίες, τις πτυχές και τις άκρες. Είναι ανάμεσα στις ρίγες της κάλτσας, στις ίνες του παπλώματος, στη βούρτσα του σκύλου, στο ράφι με τα βραβεία, στις λάμπες που τρεμοσβήνουν στο πάρκο, στα φαλακρά σημεία του κεφαλιού της γειτόνισσας, παντού! Ευτυχώς παραμένεις ψύχραιμη. 

-Τι λες θα μου τη φέρεις;

-Αν θέλεις, θα σου φέρω ένα άλλο σκυλάκι που ψάχνει οικογένεια. 
Λες με το μελιστάλαχτο ύφος που έχεις για να απαντάς σε όλους τους τρελούς.

-Όχι, όχι εγώ θέλω εκείνη, δεν θέλω άλλο.

-Ναι, καταλαβαίνω το θέμα σου, αλλά αυτό δεν γίνεται. Αν θέλεις μπορώ να σου βρω ένα σκυλάκι που να της μοιάζει.

-Όχι, δεν θέλω! Θέλω εκείνη!!!

Σε αυτό το σημείο μιλάει σαν κακομαθημένο πεντάχρονο παιδάκι που του έσκασε η μπάλα κι εσύ βλέπεις ότι κάθε απόπειρα συνεννόησης θα πέσει στο αιγαίο, κάπου ανάμεσα στο νησί που βρίσκεται ο πατέρας σου και στο λιμάνι του Πειραιά.

-Λυπάμαι μπαμπά, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

Ακούς τη -λίγο λιγότερο μεθυσμένη- μητέρα σου που κέρδισε το στοίχημα να του λέει «Σιγά μη στη δώσει, πιο εύκολα θα δώσει το συκώτι της, παρά το σκυλί». Εκείνος της απαντάει "σκάσε εσύ" και ξαναμιλάει σε σένα.

-Καλά, αλλά σκέψου το. Γεια σου αγάπη μου.

-Γεια σου μπαμπά.
……………………………………………..
Τελειώνεις με το πλυντήριο και σκέφτεσαι ότι όποιος σε γνωρίζει, έστω και λίγο, ξέρει ότι δεν θα έδινες το σκύλο σου ούτε στο θεό τον ίδιο αν παρουσιαζόταν μπροστά σου ντυμένος με hakama και σε απειλούσε με samurai long-sword. Το να σου παρουσιαστεί ένας θεός με τέτοια αμφίεση μάλιστα, είναι πιο πιθανό από το να δώσεις το σκυλί σου σε οποιονδήποτε.

Σίγουρα και οι άνδρες παθαίνουν κάτι αντίστοιχο με την εμμηνόπαυση μόλις περάσουν κάποια ηλικία. Πολλοί γονείς μάλιστα, μετά τα 55 συνειδητοποιούν ότι χρειάζεται να αποκαταστήσουν τις όποιες σχέσεις έχουν με τα παιδιά τους, παλιμπαιδίζοντας οι ίδιοι πολλές φορές για να τραβήξουν την προσοχή. Ου γαρ έρχεται μόνο.


Μιλώντας για ηλικιωμένους…
Πέμπτη πρωί στο μετρό. Είμαι εμφανώς σε κακό χάλι, χλωμή σα να ήρθε ο κόμης δράκουλας και να στράγγιξε το αίμα απ’ τις φλέβες μου και με μάτια κρυμμένα μέσα σε 2 τεράστιους μαύρους κύκλους. Έχει κόσμο στο βαγόνι, οπότε κρατιέμαι από ένα στύλο προσπαθώντας να διατηρήσω την ισορροπία μου. Στην επόμενη στάση μπαίνουν μέσα 2 κυράτσες άνω των 60 Μαΐων και με σπρώχνουν με θράσος προς τα μέσα, όπου σημειώστε ότι δεν είχε χώρο, έμεινα με 2 επιλογές, είτε να πάω να ξαπλώσω πάνω σε ένα ψηλό περίεργο, είτε πάνω σε μια σγουρομάλλα κοπελίτσα. Αποφασίζω να μην κουνηθώ, οπότε έρχεται η μία γριά και ακουμπάει την πλάτη της πάνω μου. Σκέφτομαι να αρχίσω να βήχω υστερικά πάνω στο κεφάλι της εκσφενδονίζοντας φλέματα, αλλά έχει κόσμο γύρω μου και πονάω πολύ για να βήξω, οπότε, στην πρώτη ευκαιρία φεύγω λέγοντας "Ε δεν θα σε πάρω κι αγκαλιά κυρά μου!" και πάω να κρατηθώ από μια χειρολαβή ανάμεσα σε κάτι καθίσματα. Η σγουρομάλλα κοπελίτσα μου χαμογελά συνωμοτικά.
Η κυράτσα Νο1 δεν έδωσε καμία σημασία σε αυτό που είπα και συνέχισε να συζητάει με την κυράτσα Νο2 για μια εκδρομή που θα πάνε με κάποιο γραφείο.
Αδειάζει μια θέση, κάθομαι. Να πονάω τουλάχιστον καθιστή. 
Αδειάζουν κι άλλες θέσεις, μαζί με αυτές και η θέση δίπλα μου. Από όλους τους ανθρώπους σε όλο το βαγόνι και από όλες τις άδειες θέσεις, έρχεται και μπαστακώνεται δίπλα μου (ποιος άλλος;) η κυράτσα Νο1! Φυσικά, η κυράτσα Νο2 αντί να καθίσει λίγο πιο πέρα, κρατιέται από τη χειρολαβή και στέκεται ακουμπώντας πάνω μου. Συνεχίζουν τη συζήτηση για την εκδρομή μιλώντας μεγαλόφωνα πάνω ακριβώς από το κεφάλι μου. Κοιτάζω μία τη μία και μία την άλλη και σκύβω μέσα στα χέρια μου μην πιστεύοντας αυτό που ζω. Η σγουρομάλλα κοπέλα παρακολουθεί το σκηνικό και μου χαμογελά με συμπόνια, ενώ το ζευγάρι που κάθεται στις θέσεις απέναντί μου είχε λυθεί στο γέλιο κι εγώ πονάω και ακούω δυο κυράτσες να διαφωνούν για μια εκδρομή στο Κάιρο. Σε κάποια φάση, η κυράτσα Νο2 χειρονομεί για να δώσει έμφαση σε αυτό που λέει και χτυπάει με το χέρι της την κοτσίδα μου. Ζητάει συγνώμη και με αγγίζει στον ώμο.
 (Ξέχασα να σας πω ότι δεν τα πάω καλά με τα αγγίγματα.) 

Σηκώνω το κεφάλι μου και την κοιτάω. Είναι απορροφημένη από την εκδρομή και της ξεφεύγει άλλη μια χειρονομία που σκούντησε για δεύτερη φορά την κοτσίδα μου. Ξαναζητάει συγνώμη και με ξανά-ακουμπάει στον ώμο. Λάθος.
Δεν είμαι σίγουρη πόσο δηλητήριο εξέπεμπα εκείνη τη στιγμή, αλλά γύρισα και είπα απλά και με στοιχειώδη ευγένεια "Πρέπει να το συζητήσετε αυτό τώρα; ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ;"
Και η κυράτσα Νο2 έχει το θράσος να απαντήσει γεμάτη απορία "Γιατί σας ενοχλεί; Αφού σας ζήτησα συγνώμη, 2 φορές!"

Νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο έβγαλα μια σεβαστή ποσότητα ατμού από τα αυτιά και μικρά δηλητηριώδη βέλη εκτοξευτήκαν από τα μάτια μου και της καρφώθηκαν στο λαιμό, παρόλα αυτά αποφάσισα να παραμείνω φαινομενικά ψύχραιμη "Ναι, με ενοχλεί και δεν είναι καθόλου ευγενικό. Έτσι δεν είναι;;;" Η κυράτσα Νο2 είχε ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, έγνεψε καταφατικά στρέφοντας το βλέμμα προς τα κάτω και σταμάτησε να μιλάει.
Η σγουρομάλλα γελάει και με κοιτάζει, είμαι σίγουρη ότι ήθελε να με συγχαρεί. Το ζευγάρι απέναντί μου επίσης γελάει κι εγώ με το ζόρι ανταποδίδω ένα πονεμένο χαμόγελο.
Κατέβηκα 3 στάσεις αργότερα αφήνοντας τις κυράτσες Νο1&2 στο mute.

Ευτυχώς που παραμένω ψύχραιμη, νομίζω ότι αν δεν τα κατάφερνα, θα έβγαινα μια μέρα έξω με hakama και samurai long-sword και θα έσφαζα ό,τι κινείται μέχρι να με πυροβολήσει κάποιος... 

Vive le sang-froid 


Υ.Γ.
Αυτό το τραγουδάκι το ξέρετε; Το τραγουδούσα στη μαμά μου όποτε άρχιζε τις 100 ερωτήσεις το λεπτό για να σταματήσει...