ΚΑΝΕ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗΝ ΑΡΟΥΡΑΙΑ...

10 Απρ 2010

ΚΟΚΚΙΝΑ



Πλήθος αδιάφορων που πίνει, τρώει, ξαναπίνει και χορεύει. Όλοι τους μαυρισμένοι, μελαψοί ή γυναίκες με σταρένιες επιδερμίδες. Που και που κανένας ωχρός ηλικιωμένος στα τελευταία του ή κάποιος ασθενικός που δουλεύει κλεισμένος σε μίνι μάρκετ από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παχουλές γυναίκες με πολύχρωμα φουστάνια χορεύουν με ψηλόλιγνους καμπούρηδες δίχως χαμόγελα. Καμία χάρη. Καμία ομορφιά. Θολά μάτια που παρακολουθούν χωρίς να συμμετέχουν. Κανείς δεν διασκεδάζει στ’ αλήθεια. Ο χορός συνεχίζεται. Το μπουκάλι με το ροζέ αδειάζει. Παραγγέλνω μπύρα. Πώς τα κατάφερα να μπλέξω πάλι με αυτούς; Σκανάρω το χώρο με τα μάτια και η ομορφιά αναδύεται πίσω από την πλάτη μου. Ήταν ακριβώς όπως την περιέγραφαν στα τραγούδια τους οι ταξιδιώτες. Κάθε φλεγόμενη μπούκλα μια πρόσκληση στην κόλαση. Μάτια από γαλάζιο νερό που σβήνει τις αμαρτίες σου για μια στιγμή μόνο. Χείλη και νύχια βαμμένα κόκκινα. Βλέμμα αθώο. Ανέγγιχτο, διάφανο δέρμα αποκαλύπτεται από το ανοιξιάτικο φόρεμά της. Μια νύμφη που έχασε το δρόμο της. Θα στοιχημάτιζες ότι κάποιος την απήγαγε από το δάσος και την έφερε εδώ, μπροστά μου. Πώς αντέχει κανείς τόση ομορφιά σε μία μόνο ύπαρξη; Παραγγέλνω άλλη μία μπύρα. Η νύμφη χαμογελάει, αλλά το φως της κάνει όλους όσους την περιστοιχίζουν να φαίνονται σαν θολές σκιές από ύαινες. Παίρνω το παλτό μου κι ετοιμάζομαι να φύγω. Την κοιτάζω καθώς απομακρύνομαι και ο χρόνος παγώνει. Εκείνη χαμογελάει σα γνήσια νύμφη του δάσους και μοιράζει τη λάμψη της στον κόσμο. Μέχρι κι ο Μποτιτσέλι θα ένιωθε αμήχανα μπροστά της. Φτάνω στο parking και περιμένω για το αυτοκίνητό μου. Κοιτάζω πίσω και βλέπω τη νύμφη να χορεύει ξέφρενα τριγυρισμένη από τις πιστές της ύαινες. Σηκώνει το φόρεμα πάνω από τα γόνατά της και χορεύει κλοτσώντας τον αέρα και δείχνοντας τις πανέμορφες γάμπες της. Δεύτερη φορά που η αληθινή ομορφιά πρόβαλλε πίσω από την πλάτη μου. Ήταν ταυτόχρονα παιδί και γυναίκα. Τα κατακόκκινα μαλλιά της λύθηκαν από τον τρελό χορό. Έμοιαζε να γιορτάζει την άνοιξη. Μια μικροσκοπική παγανιστική γιορτή κάτω απ’ το φεγγάρι. Στον ίδιο ακριβώς χώρο που συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν το συντηρητισμό. Το χαμόγελό της μαρτυρούσε ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Φωτιά και νερό μαζί σε ένα τέλειο πρόσωπο. Σίγουρα έχασε το δρόμο της. Δεν είχε καμία σχέση με τους υπόλοιπους κάλπηδες εκεί μέσα. Για ποιον ύστατο σκοπό δημιουργήθηκε άραγε η ομορφιά; Είναι η επανάσταση που αναιρεί την ασχήμια της διαφθοράς και της νωθρότητας; Είναι η διαμαρτυρία της φύσης για όλη αυτή τη μιζέρια, τους σκοτωμούς και τις διαμάχες που κυριεύουν τον κόσμο;

Νερό και φωτιά μαζί. Ποιος μπορεί να αντέξει τόση ομορφιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου