Είναι απόγευμα και σε έχει φάει η ακινησία, με τις απεργίες και τις καθυστερήσεις πληρωμών δεν τολμάς να κουνηθείς από το σπίτι. Εκεί δουλεύεις, εκεί διασκεδάζεις, εκεί κοιμάσαι, σα να λέμε: εκεί τρως, εκεί πίνεις, εκεί το δίνεις. Βαρέθηκες. Μιλάς με μια φίλη και σε καλεί να πάτε σε ένα live το βράδυ. Έχεις ακούσει καλά λόγια για αυτό το συγκρότημα, καινούριοι με ροκ ήχους και ωραίες φωνές, κάποτε έκανες παρέα με τον τραγουδιστή, γνωριζόσαστε από παιδιά, αλλά έχεις να του μιλήσεις χρόνια. Λες στη φίλη ότι θα πας γιατί σε έχει φάει η κλεισούρα τόσο πολύ, που οι παντόφλες-ποντικάκια σου ροκανίζουν τρυφερά τις πατούσες...
Πίσω στα παλιά λημέρια λοιπόν, πάνε χρόνια από τότε που δεν έμενες ούτε ένα βράδυ σπίτι σου. Πλέον και το σινεμά το θεωρείς έξοδο, όχι ότι δεν είναι, απλά κάποτε σου έκανε μόνο για ορεκτικό. Κάτι σα να βγαίνεις για φαγητό δηλαδή, έξοδος μεν, αλλά “σιγά τη συγκίνηση” δε. Πόσο τρομερή μπορεί να είναι η εμπειρία μεταξύ σαλάτας και κυρίως πιάτου δηλαδή; Πόσο να σε συγκλονίσει το τιραμισού-επιδόρπιο; Εξαιρουμένων των περιπτώσεων που είσαι με ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ, ΣΤΟ UNΠΙΣΤΕΥΤΑBLE ΜΕΡΟΣ και τρως ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ και σου το σερβίρει Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ και συμβαίνουν ΤΑ ΑΠΙΘΑΝΑ, μια έξοδος για φαΐ, είναι λίγο-πολύ “μια έξοδος για φαΐ”… ουφ, μπούχτισα.
Τα κορίτσια πάνε από νωρίς στο μαγαζί, εσύ ετοιμάζεσαι με ρυθμούς χελώνας, είναι βλέπεις δύσκολο να βγεις απ’ την αδράνεια απότομα, κολλάς κάπου στην επεξεργασία, άσε που η μία παντόφλα-ποντικάκι σου έχει δαγκώσει το μικρό δάχτυλο και δεν λέει να το αφήσει. Tα καταφέρνεις, ετοιμάζεσαι, ευτυχώς που είναι καθημερινή και μάλλον δεν θα έχει πολύ κόσμο έξω. Με τα πολλά, φτάνεις Γλυφάδα. Έξω από το μαγαζί ένα μεθυσμένο έφηβο αγοράκι με τα πουκάμισα να του κρέμονται, περπατάει πέρα-δώθε. Τριγύρω υπήρχαν κι άλλα νέα παιδιά, διάσπαρτα. Ο πορτιέρης σε καλησπερίζει ευγενικά και σου ανοίγει την πόρτα. Μπαίνεις, διασχίζεις ένα μικρό διαδρομάκι και φτάνεις στη δεύτερη πόρτα, την περνάς και βλέπεις το αδιαχώρητο. Της πουτάνας το μνημόσυνο! Κόσμος, κάπνα, ποτά, χαμός και μια μουσική που σε εκπλήσσει ευχάριστα! Παίρνεις ανάσα και αρχίζεις να στριμώχνεσαι για να φτάσεις στην άλλη άκρη, που σου είπε η φίλη σου ότι βρίσκεται. Μέσα στο στριμωξίδι αρχίζεις να περνάς από πηγαδάκια με παλιούς γνωστούς και φίλους και δώστου χαιρετούρα, αγκαλιές, φιλιά, κακό, μισή ώρα αργότερα, μετά από ελιγμούς που θα ζήλευε και αίλουρος, έχεις φτάσει στην άλλη άκρη, αλλά η φίλη άφαντη. Παίρνεις στο κινητό, εννοείται ότι δεν ακούς χριστό, αλλά κάνεις μια προσπάθεια, σκύβοντας και κλείνοντας το άλλο αυτί με το χέρι σου. Σου λέει να πας στην πόρτα και θα έρθει να σε βρει εκεί. Κοιτάς τη λαοθάλασσα και σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να κάνεις το κόλπο του Μωυσή, να τους χωρίσεις στα δύο και να περάσεις “κυρία”, χωρίς στριμόκωλους ελιγμούς.
Με τα πολλά φτάνεις στην πόρτα, βρίσκεις τη φίλη, βρίσκεις κι άλλους παλιούς γνωστούς και δώστου πάλι αγκαλιές και φιλιά. Καταφέρνετε να φτάσετε επιτέλους στον πάγκο που καθόταν η παρέα. Χαιρετούρες και λοιπά, όλα καλά, αλλά με την κάπνα και τα πέρα-δώθε έχει στεγνώσει ο λαιμός σου, ο σερβιτόρος άφαντος, η σερβιτόρα το ίδιο, κανένα υποψήφιο θύμα να στείλεις στο μπαρ, γυναικοπαρέα γαρ… κάνεις το τακούνι σκέιτμπορντ και πας να πάρεις μόνη σου.
Δύο ποτήρια νερό και ένα ρούμι αργότερα, παίρνεις το θάρρος να πας στη σκηνή και να χαιρετίσεις τον παλιό σου φίλο. Η φίλη σου που τον ξέρει κι αυτή, έρχεται μαζί σου. Αφού απορρίπτεις για δεύτερη φορά το Μωυσή και σκέφτεσαι τον Κροκοδειλάκια που πατούσε πάνω στα κεφάλια των κροκοδείλων για να περάσει το ποτάμι, αντικρίζεις άλλη μια παλιά φίλη μπροστά στη σκηνή, γεγονός που κέρδισε το χώρο για 2 που χρειαζόσασταν, ακριβώς μπροστά από το συγκρότημα. Τι κροκοδειλάκιας και μαλακίες, στα νότια προάστια το PR είναι υπερδύναμη. (Μίνι-εμετός για την τελευταία φράση, μπλιαχ.)
Τα παιδιά παίζουν γαμάτα, όμως, ο τύπος που θες να χαιρετίσεις έχει κάτσει πίσω και κάνει το διαλειμματάκι του, δεν πειράζει, από κάπου μπαίνει φρέσκος αέρας και σε χτυπάει ευχάριστα στα μούτρα, δεν είσαι πλέον τόσο στριμωγμένη και η μουσική είναι καλή, ευχαριστιέσαι τη στιγμή. Όταν σηκώνεται ο φίλος για να ξανατραγουδήσει, τον χαιρετάς. Ενθουσιάζεται που σε ξαναβλέπει, σχολιάζει ότι του αρέσει πολύ το μαύρο χρώμα στο μαλλί σου (είπαμε έχει να σε δει χρόνια), και τέλος, σου αφιερώνει το “Are you gonna be my girl” των Jet προς τιμήν της ανεκπλήρωτης αγάπης που έτρεφε για σένα όταν ήσασταν στην εφηβεία. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά για εξομολογήσεις, τι γλυκό! Το έπαιξαν άψογα. Γαμώ! Και live για πάρτη σου! Σιγά μην αφιέρωσε κανείς τραγούδι στο Μωυσή “1-1 είμαστε φίλε”, σκέφτηκες.
Φεύγετε από το μαγαζάκι, η φίλη σου κατουριέται τρελά και σε αφήνει στην πιάτσα των ταξί για να πάει τρέχοντας στο σπίτι της που ήταν λίγο πιο πάνω. Στην πιάτσα βρίσκονται 3 ταξί, τα 2 μια χαρά, το τρίτο δεν σου γεμίζει το μάτι. Οι δύο οδηγοί ήταν έξω και έπιναν καφέ, τους ρώτησες ποιος προηγείται και σου έδειξαν το “ούτε μισό μάτι” όχημα. “Δεν γαμιέται” σκέφτεσαι. Πας στην πόρτα του συνοδηγού και βλέπεις από το τζάμι, πάνω στο κάθισμα ένα κινητό συνδεδεμένο με φορτιστή στον αναπτήρα, δεν το ξεβολεύεις, πας δίπλα, μπαίνεις και κάθεσαι στο πίσω κάθισμα.
-Καλησπέρα σας, στο κέντρο θα ήθελα παρακαλώ.
-Καμία απάντηση- Ο τύπος βάζει μπρος τη μηχανή, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι είναι τέρμα μαστουρωμένος, με το μάτι θολό, με κουμπωμένο μπουφάν μέχρι πάνω ενώ έχει 100 βαθμούς μέσα στο αυτοκίνητο και μ’ ένα πακέτο κρακεράκια αγκαλιά που τα μπουκώνει δύο-δύο, αυτός έχει ήδη αρχίσει να ανηφορίζει προς τη Βουλιαγμένης. Σκέφτεσαι 1000 πράγματα ταυτόχρονα, μέχρι και να ανοίξεις την πόρτα και να πεταχτείς έξω, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα άλλο αυτοκίνητο περνάει δίπλα από το ταξί γκαζωμένο και ο μαστούρης πατάει το γκάζι για να του πάει κόντρα. Φρίττεις. Μέσα στο άγχος σου, βλέπεις ότι δεν έχει βάλει το μετρητή.
-Που πάμε είπες;
-Προς κέντρο, αριστερά στη Βουλιαγμένης. Το ρολόι ξέχασες φίλε.
-Καμία απάντηση, καμία κίνηση- Φτάνετε στη Βουλιαγμένης και πάει να στρίψει δεξιά και να μπει στο αντίθετο ρεύμα.
-Αριστεράααα! Όχι από εκεί, εκεί είναι δεξιά! Απ’ την άλλη στρίψε!
Τελευταία στιγμή, το μαζεύει όπως-όπως και στρίβει αριστερά. Έχεις χλομιάσει και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Γράφεις απεγνωσμένο μήνυμα στη φίλη, λες και θα σε βοηθήσει από τη χέστρα “Ο ΤΑΡΙΦΑΣ ΕΙΝΑΙ ΛΙΩΜΑ, ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΗΝΥΜΑ ΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ. ΈΧΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ”. Εν τω μεταξύ ο τύπος πηγαίνει με 30 χιλιόμετρα στη λεωφόρο ζιγκ-ζαγκ, ενώ έχει κόντρες. Σας περνάνε ξυστά από δεξιά κι αριστερά αυτοκίνητα που τρέχουν με 200 και ο κομμάτιας μπουκώνει κρακεράκια σα να μην τρέχει κάστανο. Ξαναμιλάς.
-Το μετρητή δεν θα τον βάλεις;
-Τι;
-Το ρολόι ξέχασες να βάλεις, λέω! (Φωνάζεις)
-Α ναι, το ξέχασα. Σόρι, είμαι από τις 5 τα ξημερώματα ξύπνιος.
“Α ρε Μωυσή, έτσι παίρνεις την εκδίκησή σου μπάσταρδε;”, σκέφτεσαι και δεν ξέρεις τι να πεις στο κόκαλο που αλλάζει λωρίδες λες κι οδηγεί στο χωράφι του πατέρα του. Εξακολουθείτε να πηγαίνετε με 30 και τον βλέπεις να νταγκλάρει και να πέφτει μπροστά από τη νύστα. Τον σκουντάς και φωνάζεις.
-Είναι επικίνδυνο αυτό!
Ξυπνάει και τινάζει το κεφάλι του.
-Ε;
-Πρέπει να πας να κοιμηθείς. Είναι επικίνδυνο να κοιμάσαι στο τιμόνι λέω!
Μπουκώνει άλλα δύο κρακεράκια και γυρίζει πίσω να σου προσφέρει κι εσένα, ενώ πηγαίνετε με 40 χιλιόμετρα ανάμεσα στη μεσαία και στην αριστερή λωρίδα. Αφού τον πείθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς ότι δεν είσαι παπαγάλος και να γυρίσει μπροστά του, αυτός γκαζώνει και εξακολουθεί να μη μένει σταθερά σε καμία λωρίδα, ενώ οι καβλογκαζάκηδες εξακολουθούν να σας περνάνε ξυστά με 200. Μέσα στην απελπισία σου, προσεύχεσαι στον Κροκοδειλάκια, στον Τζακ Μπάουερ, στο Μαγκάιβερ, στον Μπάτμαν και στην αγία σακούλα, να φτάσεις σπίτι σου σώα, ενώ ακούς…
-Εγώ έχω να φάω από χτες. Είμαι κι από τις 5 το πρωί στο τιμόνι...
-Έπρεπε να έχεις πάει ήδη για ύπνο.
Λες εκνευρισμένη και σκέφτεσαι πιθανούς τρόπους να τον κλωτσήσεις έξω από το όχημα και να οδηγήσεις μόνη σου ως το σπίτι σου.
-Τι να κάνουμε; Μία μέρα έχουμε κι εμείς με απεργίες να βγάλουμε 5 φράγκα.
Δεν απαντάς, αποφεύγεις να αρχίσεις να τον πνίγεις όπως θα ήθελες κι επικαλείσαι, για άλλη μία φορά, την αγία σακούλα. Ενώ πλησιάζετε στο φανάρι κοντά στο σπίτι σου, του λες να στρίψει αριστερά. Εκείνος το προσπερνάει. Πας δίπλα στο αυτί του για να τον πείσεις να στρίψει στο επόμενο φανάρι. Τι το ‘θελες; Πάει να στρίψει στο επόμενο στενό που έχει ένα απαγορευτικό “να”. Του φωνάζεις
-Όχι σε αυτό!
Πριν προλάβεις να πεις ξανά ότι πρέπει να στρίψει στο φανάρι, το μαζεύει και πάει να στρίψει στο επόμενο στενό, που επίσης απαγορεύεται και έρχεται αυτοκίνητο από την αντίθετη πλευρά.
-Μηηηη! Απαγορεύεται εδώ!!! Στο φανάρι θα στρίψεις σου λέωωωω!
Το μαζεύει.
-Το βλέπεις το φανάρι μπροστά μας;
-Ναι.
-Εκεί θα στρίψεις αριστερά, προς τα εκεί. (δείχνεις την κατεύθυνση με το χέρι)
Φτάνετε στο φανάρι που βρίσκεται σε κεντρικότατη διασταύρωση και το περνάει “στεγνά” με κόκκινο, ενώ κατεβαίνουν κάθετα άλλα αυτοκίνητα που παραλίγο να σας τρακάρουν και να γίνετε μπίλιες νυχτιάτικα. Κόρνες σφυρίζουν, φρένα ουρλιάζουν, μούντζες εκτοξεύονται, ο μαστούρης στρίβει ανοιχτά και τα γράφει στα παπάρια του όλα… ένα κόκκινο seat σας πλευρίζει και δύο τύποι από μέσα βρίζουν τον ταρίφα.
-Ρε μαλάκα με κόκκινο περνάς; Δε βλέπεις μπροστά σου παλιοπούστη; Θες να σκοτωθούμε;
-Όχι.
-Τι όχι ρε μουνόπανο; Πήγες να μας σκοτώσεις και μου λες και όχι; Εγώ σε είδα τελευταία στιγμή και φρέναρα, αλλιώς θα στο έκανα καλοκαιρινό και θα με πλήρωνες κι από πάνω.
-Ρε φίλε, εγώ σε είδα!
-Τι λε ρε παπάρα; Τι με είδες; Με κόκκινο πέρασες ρε αρχίδι.
-Ναι, αλλά εγώ σε είδα!
Οι τύποι απηύδησαν, το ίδιο κι εσύ που ήσουν τόσο κοντά στο σπίτι και βρισκόσουν εν κινήσει, στη μεσαία λωρίδα της λεωφόρου, χωρίς να μπορείς να συνεννοηθείς με το ζαμπόν-οδηγό και να μην τον σταματάνε και οι άλλοι να τον κάνουν τουλούμι στο ξύλο, τουλάχιστον να φύγεις εσύ με το ταξί κι αυτός να μην πάρει άλλον στο λαιμό του.
Συνεχίζει την πορεία στην αριστερή λωρίδα με 20 χιλιόμετρα, στριγκλίζεις για να τον πείσεις να πιάσει δεξιά για να στρίψετε στο φανάρι, μόνο που δεν το ζωγράφισες για να το καταλάβει. Με τα πολλά, στρίβει ανοιχτά τη δεξιά, περνάει ξυστά από κάτι παρκαρισμένα, χωρίς να ανοιγοκλείσει καν τα μάτια του και φτάνετε. Ανοίγεις την πόρτα, βγαίνεις έξω και ξαφνικά, επικοινωνεί! Ξέρει ακριβώς τι του χρωστάς, ανοιγοκλείνει κανονικά τα μάτια του και βλέπει και το παραμικρό cent. Φρικάρεις! Του λες να πάει αμέσως για ύπνο, για να μην πεις στο διάολο και πάρει κι άλλους μαζί του. Ως προς αυτό, δεν κατάλαβε χριστό!
Εμπειρία και έξοδο από την ακινησία δεν ήθελες; Πήρες και για του χρόνου!
-Α ρε Μωυσή με τις εκδικήσεις σου.
Τι φρίκη, Θεέ μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τη μύτη σού βγήκε η έξοδος...
Ένα ξύλο που του χρειαζόταν του τύπου...!!!
Ας ελπίσουμε ότι δεν σκότωσε κανέναν μετά από σένα.
Άντε, περαστικά.
Χρόνια Πολλά ξέχασα να πω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦρίκαρα με την περιγραφή σου...! :)
Φιλιά πολλά!
Λίλιθ μου, έτρεφα μια ελπίδα ότι, μέρα που ήταν, θα μας σταματούσαν σε κανένα μπλόκο ή θα τον σβέρκωνε κανένας μαντράχαλος από τους 2 που τον έβριζαν και θα γλίτωνα, αλλά δεν είχα καμία τύχη. Ελπίζω να καρφώθηκε σε μία κολώνα της ΔΕΗ και να μην ξαναοδηγήσει ποτέ του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια καλά γλυκιά μου! Μακριά από την κίτρινη φυλή (και δεν εννοώ τους Ασιάτες).