ΚΑΝΕ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗΝ ΑΡΟΥΡΑΙΑ...

26 Δεκ 2010

Βιβλικό τρίωρο


 
Είναι απόγευμα και σε έχει φάει η ακινησία, με τις απεργίες και τις καθυστερήσεις πληρωμών δεν τολμάς να κουνηθείς από το σπίτι. Εκεί δουλεύεις, εκεί διασκεδάζεις, εκεί κοιμάσαι, σα να λέμε: εκεί τρως, εκεί πίνεις, εκεί το δίνεις. Βαρέθηκες. Μιλάς με μια φίλη και σε καλεί να πάτε σε ένα live το βράδυ. Έχεις ακούσει καλά λόγια για αυτό το συγκρότημα, καινούριοι με ροκ ήχους και ωραίες φωνές, κάποτε έκανες παρέα με τον τραγουδιστή, γνωριζόσαστε από παιδιά, αλλά έχεις να του μιλήσεις χρόνια. Λες στη φίλη ότι θα πας γιατί σε έχει φάει η κλεισούρα τόσο πολύ, που οι παντόφλες-ποντικάκια σου ροκανίζουν τρυφερά τις πατούσες...
Πίσω στα παλιά λημέρια λοιπόν, πάνε χρόνια από τότε που δεν έμενες ούτε ένα βράδυ σπίτι σου. Πλέον και το σινεμά το θεωρείς έξοδο, όχι ότι δεν είναι, απλά κάποτε σου έκανε μόνο για ορεκτικό. Κάτι σα να βγαίνεις για φαγητό δηλαδή, έξοδος μεν, αλλά “σιγά τη συγκίνηση” δε. Πόσο τρομερή μπορεί να είναι η εμπειρία μεταξύ σαλάτας και κυρίως πιάτου δηλαδή; Πόσο να σε συγκλονίσει το τιραμισού-επιδόρπιο; Εξαιρουμένων των περιπτώσεων που είσαι με ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ, ΣΤΟ UNΠΙΣΤΕΥΤΑBLE ΜΕΡΟΣ και τρως ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ και σου το σερβίρει Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ και συμβαίνουν ΤΑ ΑΠΙΘΑΝΑ, μια έξοδος για φαΐ, είναι λίγο-πολύ “μια έξοδος για φαΐ”… ουφ, μπούχτισα. 

Τα κορίτσια πάνε από νωρίς στο μαγαζί, εσύ ετοιμάζεσαι με ρυθμούς χελώνας, είναι βλέπεις δύσκολο να βγεις απ’ την αδράνεια απότομα, κολλάς κάπου στην επεξεργασία, άσε που η μία παντόφλα-ποντικάκι σου έχει δαγκώσει το μικρό δάχτυλο και δεν λέει να το αφήσει. Tα καταφέρνεις, ετοιμάζεσαι, ευτυχώς που είναι καθημερινή και μάλλον δεν θα έχει πολύ κόσμο έξω. Με τα πολλά, φτάνεις Γλυφάδα. Έξω από το μαγαζί ένα μεθυσμένο έφηβο αγοράκι με τα πουκάμισα να του κρέμονται, περπατάει πέρα-δώθε. Τριγύρω υπήρχαν κι άλλα νέα παιδιά, διάσπαρτα. Ο πορτιέρης σε καλησπερίζει ευγενικά και σου ανοίγει την πόρτα. Μπαίνεις, διασχίζεις ένα μικρό διαδρομάκι και φτάνεις στη δεύτερη πόρτα, την περνάς και βλέπεις το αδιαχώρητο. Της πουτάνας το μνημόσυνο! Κόσμος, κάπνα, ποτά, χαμός και μια μουσική που σε εκπλήσσει ευχάριστα! Παίρνεις ανάσα και αρχίζεις να στριμώχνεσαι για να φτάσεις στην άλλη άκρη, που σου είπε η φίλη σου ότι βρίσκεται. Μέσα στο στριμωξίδι αρχίζεις να περνάς από πηγαδάκια με παλιούς γνωστούς και φίλους και δώστου χαιρετούρα, αγκαλιές, φιλιά, κακό, μισή ώρα αργότερα, μετά από ελιγμούς που θα ζήλευε και αίλουρος, έχεις φτάσει στην άλλη άκρη, αλλά η φίλη άφαντη. Παίρνεις στο κινητό, εννοείται ότι δεν ακούς χριστό, αλλά κάνεις μια προσπάθεια, σκύβοντας και κλείνοντας το άλλο αυτί με το χέρι σου. Σου λέει να πας στην πόρτα και θα έρθει να σε βρει εκεί. Κοιτάς τη λαοθάλασσα και σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να κάνεις το κόλπο του Μωυσή, να τους χωρίσεις στα δύο και να περάσεις “κυρία”, χωρίς στριμόκωλους ελιγμούς. 

Με τα πολλά φτάνεις στην πόρτα, βρίσκεις τη φίλη, βρίσκεις κι άλλους παλιούς γνωστούς και δώστου πάλι αγκαλιές και φιλιά. Καταφέρνετε να φτάσετε επιτέλους στον πάγκο που καθόταν η παρέα. Χαιρετούρες και λοιπά, όλα καλά, αλλά με την κάπνα και τα πέρα-δώθε έχει στεγνώσει ο λαιμός σου, ο σερβιτόρος άφαντος, η σερβιτόρα το ίδιο, κανένα υποψήφιο θύμα να στείλεις στο μπαρ, γυναικοπαρέα γαρ… κάνεις το τακούνι σκέιτμπορντ και πας να πάρεις μόνη σου.
Δύο ποτήρια νερό και ένα ρούμι αργότερα, παίρνεις το θάρρος να πας στη σκηνή και να χαιρετίσεις τον παλιό σου φίλο. Η φίλη σου που τον ξέρει κι αυτή, έρχεται μαζί σου. Αφού απορρίπτεις για δεύτερη φορά το Μωυσή και σκέφτεσαι τον Κροκοδειλάκια που πατούσε πάνω στα κεφάλια των κροκοδείλων για να περάσει το ποτάμι, αντικρίζεις άλλη μια παλιά φίλη μπροστά στη σκηνή, γεγονός που κέρδισε το χώρο για 2 που χρειαζόσασταν, ακριβώς μπροστά από το συγκρότημα. Τι κροκοδειλάκιας και μαλακίες, στα νότια προάστια το PR είναι υπερδύναμη. (Μίνι-εμετός για την τελευταία φράση, μπλιαχ.)

Τα παιδιά παίζουν γαμάτα, όμως, ο τύπος που θες να χαιρετίσεις έχει κάτσει πίσω και κάνει το διαλειμματάκι του, δεν πειράζει, από κάπου μπαίνει φρέσκος αέρας και σε χτυπάει ευχάριστα στα μούτρα, δεν είσαι πλέον τόσο στριμωγμένη και η μουσική είναι καλή, ευχαριστιέσαι τη στιγμή. Όταν σηκώνεται ο φίλος για να ξανατραγουδήσει, τον χαιρετάς. Ενθουσιάζεται που σε ξαναβλέπει, σχολιάζει ότι του αρέσει πολύ το μαύρο χρώμα στο μαλλί σου (είπαμε έχει να σε δει χρόνια), και τέλος, σου αφιερώνει το “Are you gonna be my girl” των Jet προς τιμήν της ανεκπλήρωτης αγάπης που έτρεφε για σένα όταν ήσασταν στην εφηβεία. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά για εξομολογήσεις, τι γλυκό! Το έπαιξαν άψογα. Γαμώ! Και live για πάρτη σου! Σιγά μην αφιέρωσε κανείς τραγούδι στο Μωυσή “1-1 είμαστε φίλε”, σκέφτηκες.



Φεύγετε από το μαγαζάκι, η φίλη σου κατουριέται τρελά και σε αφήνει στην πιάτσα των ταξί για να πάει τρέχοντας στο σπίτι της που ήταν λίγο πιο πάνω. Στην πιάτσα βρίσκονται 3 ταξί, τα 2 μια χαρά, το τρίτο δεν σου γεμίζει το μάτι. Οι δύο οδηγοί ήταν έξω και έπιναν καφέ, τους ρώτησες ποιος προηγείται και σου έδειξαν το “ούτε μισό μάτι” όχημα. “Δεν γαμιέται” σκέφτεσαι. Πας στην πόρτα του συνοδηγού και βλέπεις από το τζάμι, πάνω στο κάθισμα ένα κινητό συνδεδεμένο με φορτιστή στον αναπτήρα, δεν το ξεβολεύεις, πας δίπλα, μπαίνεις και κάθεσαι στο πίσω κάθισμα.

-Καλησπέρα σας, στο κέντρο θα ήθελα παρακαλώ.

-Καμία απάντηση- Ο τύπος βάζει μπρος τη μηχανή, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι είναι τέρμα μαστουρωμένος, με το μάτι θολό, με κουμπωμένο μπουφάν μέχρι πάνω ενώ έχει 100 βαθμούς μέσα στο αυτοκίνητο και μ’ ένα πακέτο κρακεράκια αγκαλιά που τα μπουκώνει δύο-δύο, αυτός έχει ήδη αρχίσει να ανηφορίζει προς τη Βουλιαγμένης. Σκέφτεσαι 1000 πράγματα ταυτόχρονα, μέχρι και να ανοίξεις την πόρτα και να πεταχτείς έξω, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα άλλο αυτοκίνητο περνάει δίπλα από το ταξί γκαζωμένο και ο μαστούρης πατάει το γκάζι για να του πάει κόντρα. Φρίττεις. Μέσα στο άγχος σου, βλέπεις ότι δεν έχει βάλει το μετρητή.

-Που πάμε είπες;

-Προς κέντρο, αριστερά στη Βουλιαγμένης. Το ρολόι ξέχασες φίλε.

-Καμία απάντηση, καμία κίνηση- Φτάνετε στη Βουλιαγμένης και πάει να στρίψει δεξιά και να μπει στο αντίθετο ρεύμα.

-Αριστεράααα! Όχι από εκεί, εκεί είναι δεξιά! Απ’ την άλλη στρίψε!

Τελευταία στιγμή, το μαζεύει όπως-όπως και στρίβει αριστερά. Έχεις χλομιάσει και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Γράφεις απεγνωσμένο μήνυμα στη φίλη, λες και θα σε βοηθήσει από τη χέστρα “Ο ΤΑΡΙΦΑΣ ΕΙΝΑΙ ΛΙΩΜΑ, ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΗΝΥΜΑ ΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ. ΈΧΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ”. Εν τω μεταξύ ο τύπος πηγαίνει με 30 χιλιόμετρα στη λεωφόρο ζιγκ-ζαγκ, ενώ έχει κόντρες. Σας περνάνε ξυστά από δεξιά κι αριστερά αυτοκίνητα που τρέχουν με 200 και ο κομμάτιας μπουκώνει κρακεράκια σα να μην τρέχει κάστανο. Ξαναμιλάς.

-Το μετρητή δεν θα τον βάλεις;
-Τι;
-Το ρολόι ξέχασες να βάλεις, λέω! (Φωνάζεις)
-Α ναι, το ξέχασα. Σόρι, είμαι από τις 5 τα ξημερώματα ξύπνιος.

“Α ρε Μωυσή, έτσι παίρνεις την εκδίκησή σου μπάσταρδε;”, σκέφτεσαι και δεν ξέρεις τι να πεις στο κόκαλο που αλλάζει λωρίδες λες κι οδηγεί στο χωράφι του πατέρα του. Εξακολουθείτε να πηγαίνετε με 30 και τον βλέπεις να νταγκλάρει και να πέφτει μπροστά από τη νύστα. Τον σκουντάς και φωνάζεις.

-Είναι επικίνδυνο αυτό!

Ξυπνάει και τινάζει το κεφάλι του.

-Ε;
-Πρέπει να πας να κοιμηθείς. Είναι επικίνδυνο να κοιμάσαι στο τιμόνι λέω!

Μπουκώνει άλλα δύο κρακεράκια και γυρίζει πίσω να σου προσφέρει κι εσένα, ενώ πηγαίνετε με 40 χιλιόμετρα ανάμεσα στη μεσαία και στην αριστερή λωρίδα. Αφού τον πείθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς ότι δεν είσαι παπαγάλος και να γυρίσει μπροστά του, αυτός γκαζώνει και εξακολουθεί να μη μένει σταθερά σε καμία λωρίδα, ενώ οι καβλογκαζάκηδες εξακολουθούν να σας περνάνε ξυστά με 200. Μέσα στην απελπισία σου, προσεύχεσαι στον Κροκοδειλάκια, στον Τζακ Μπάουερ, στο Μαγκάιβερ, στον Μπάτμαν και στην αγία σακούλα, να φτάσεις σπίτι σου σώα, ενώ ακούς…

-Εγώ έχω να φάω από χτες. Είμαι κι από τις 5 το πρωί στο τιμόνι...

-Έπρεπε να έχεις πάει ήδη για ύπνο.

Λες εκνευρισμένη και σκέφτεσαι πιθανούς τρόπους να τον κλωτσήσεις έξω από το όχημα και να οδηγήσεις μόνη σου ως το σπίτι σου.

-Τι να κάνουμε; Μία μέρα έχουμε κι εμείς με απεργίες να βγάλουμε 5 φράγκα.

Δεν απαντάς, αποφεύγεις να αρχίσεις να τον πνίγεις όπως θα ήθελες κι επικαλείσαι, για άλλη μία φορά, την αγία σακούλα. Ενώ πλησιάζετε στο φανάρι κοντά στο σπίτι σου, του λες να στρίψει αριστερά. Εκείνος το προσπερνάει. Πας δίπλα στο αυτί του για να τον πείσεις να στρίψει στο επόμενο φανάρι. Τι το ‘θελες; Πάει να στρίψει στο επόμενο στενό που έχει ένα απαγορευτικό “να”. Του φωνάζεις

-Όχι σε αυτό!

Πριν προλάβεις να πεις ξανά ότι πρέπει να στρίψει στο φανάρι, το μαζεύει και πάει να στρίψει στο επόμενο στενό, που επίσης απαγορεύεται και έρχεται αυτοκίνητο από την αντίθετη πλευρά.

-Μηηηη! Απαγορεύεται εδώ!!! Στο φανάρι θα στρίψεις σου λέωωωω!

Το μαζεύει.

-Το βλέπεις το φανάρι μπροστά μας;
-Ναι.
-Εκεί θα στρίψεις αριστερά, προς τα εκεί. (δείχνεις την κατεύθυνση με το χέρι)

Φτάνετε στο φανάρι που βρίσκεται σε κεντρικότατη διασταύρωση και το περνάει “στεγνά” με κόκκινο, ενώ κατεβαίνουν κάθετα άλλα αυτοκίνητα που παραλίγο να σας τρακάρουν και να γίνετε μπίλιες νυχτιάτικα. Κόρνες σφυρίζουν, φρένα ουρλιάζουν, μούντζες εκτοξεύονται, ο μαστούρης στρίβει ανοιχτά και τα γράφει στα παπάρια του όλα… ένα κόκκινο seat σας πλευρίζει και δύο τύποι από μέσα βρίζουν τον ταρίφα.

-Ρε μαλάκα με κόκκινο περνάς; Δε βλέπεις μπροστά σου παλιοπούστη; Θες να σκοτωθούμε;

-Όχι.

-Τι όχι ρε μουνόπανο; Πήγες να μας σκοτώσεις και μου λες και όχι; Εγώ σε είδα τελευταία στιγμή και φρέναρα, αλλιώς θα στο έκανα καλοκαιρινό και θα με πλήρωνες κι από πάνω.

-Ρε φίλε, εγώ σε είδα!

-Τι λε ρε παπάρα; Τι με είδες; Με κόκκινο πέρασες ρε αρχίδι.

-Ναι, αλλά εγώ σε είδα!

Οι τύποι απηύδησαν, το ίδιο κι εσύ που ήσουν τόσο κοντά στο σπίτι και βρισκόσουν εν κινήσει, στη μεσαία λωρίδα της λεωφόρου, χωρίς να μπορείς να συνεννοηθείς με το ζαμπόν-οδηγό και να μην τον σταματάνε και οι άλλοι να τον κάνουν τουλούμι στο ξύλο, τουλάχιστον να φύγεις εσύ με το ταξί κι αυτός να μην πάρει άλλον στο λαιμό του.
Συνεχίζει την πορεία στην αριστερή λωρίδα με 20 χιλιόμετρα, στριγκλίζεις για να τον πείσεις να πιάσει δεξιά για να στρίψετε στο φανάρι, μόνο που δεν το ζωγράφισες για να το καταλάβει. Με τα πολλά, στρίβει ανοιχτά τη δεξιά, περνάει ξυστά από κάτι παρκαρισμένα, χωρίς να ανοιγοκλείσει καν τα μάτια του και φτάνετε. Ανοίγεις την πόρτα, βγαίνεις έξω και ξαφνικά, επικοινωνεί! Ξέρει ακριβώς τι του χρωστάς, ανοιγοκλείνει κανονικά τα μάτια του και βλέπει και το παραμικρό cent. Φρικάρεις! Του λες να πάει αμέσως για ύπνο, για να μην πεις στο διάολο και πάρει κι άλλους μαζί του. Ως προς αυτό, δεν κατάλαβε χριστό!

Εμπειρία και έξοδο από την ακινησία δεν ήθελες; Πήρες και για του χρόνου!

-Α ρε Μωυσή με τις εκδικήσεις σου.




Marilyn Manson - If I Was Your Vampire

20 Δεκ 2010

Αληθινές Μυστορίες Καφρημερινής Τσίμπλας

Μια Τετάρτη βράδυ στα Εξάρχεια...

ο Νίκος με κάτι κολλητούς του καθόντουσαν κοντά στην πλατεία για μπύρα. Εκεί που συζητούσαν αμέριμνοι για την πορεία της Πέμπτης, μια κοπέλα περνάει από δίπλα τους, κάθεται μόνη της στο παγκάκι της πλατείας κι αρχίζει να κλαίει. Ο Νίκος σηκώνεται, την πλησιάζει και κάθεται δίπλα της.

-Τι κλαις τώρα για το μαλάκα;
Της λέει.


Η κοπέλα σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάζει σαστισμένη, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. 

-Πού... πού το ξέρεις; (τον ρωτάει)
-Μου το 'πε ένα πουλάκι. Σταμάτα να κλαις για το μαλάκα τώρα.
-Μα...
-Άντρας δεν είναι;
-Ναι.
-Ε μαλάκας θα 'ναι.

-Ναι, είναι πολύ μαλάκας...

Παραδέχεται εκείνη, ενώ σκουπίζει τα μάτια και τη μύτη της.
Ο Νίκος την καλοπιάνει.

-Έλα τώρα, τόσο όμορφη κοπέλα, είναι κρίμα να κλαις.

Εκείνη γελάει ντροπαλά.

-Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση του δεν θα σε άφηνα να κλαις.

Η κοπέλα τον κοιτάζει έκπληκτη και χαμογελάει.

-Αλήθεια;
-Ε ναι, τι νομίζεις ότι είμαστε όλοι τόσο μαλάκες ώστε να μην εκτιμάμε αυτά που έχουμε;

Τον κοιτάζει έκθαμβη και κατασυγκινημένη.

-Αχ, σε ευχαριστώ...
-Μη με ευχαριστείς, απλά να μην κλαις για κανένα μαλάκα.
-Περίμενε εδώ, πάω να φέρω μπύρα.

Του λέει, και σηκώνεται αμέσως όρθια για να πάει στο περίπτερο. Ο Νίκος έκατσε και περίμενε στο παγκάκι, ύστερα από λίγο εκείνη επέστρεψε κρατώντας δύο μπουκάλια μπύρα. Ο Νίκος σηκώθηκε μόλις τον πλησίασε.

-Σου έφερα μπύρα.

Του είπε.

-Ευχαριστώ πολύ.

Απάντησε.

Ύστερα πήρε τα δύο μπουκάλια μπύρας από τα χέρια της κι έφυγε.

15 Δεκ 2010

"Μαρτύρησα"


Δικαστήρια Ευελπίδων ώρα μηδέν, τα έφαγα στη μάπα Τρίτη 7 και Πέμπτη 9 και μαρτύρησα (κυριολεκτικά).

Κόσμος πολύς, συγκέντρωση, καπνογόνα, τα ματ ήταν εκεί "και το σαλάμι τέλειο κορίτσια"!

Σίχαμα τα δικαστήρια, αυτά και τα νοσοκομεία είναι τα χειρότερά μου, άντε και το ΙΚΑ. Δεν είναι σαν της Αμερικής που βλέπουμε στα σίριαλ τα δικά μας. Απ' έξω βλέπεις τον κάθε δύσμοιρο και πικραμένο, κόσμο να βρίζει μέχρι να ξεκολλήσει η σταφυλή από το λαιμό του, κόσμο να κλαίει, κόσμο να ξύνει τον κώλο του, κόσμο να πίνει καφέ, κόσμο με χειροπέδες, κόσμο κουστουμαρισμένο, κόσμο αναρχικό, κόσμο λευκό, κίτρινο, κόκκινο, σκούρο, μαύρο, κόσμο αθίγγανο, κόσμο-κόσμο-κόσμο... και εκατοντάδες αστυνομικούς να φυλάνε τον κόσμο για να μην τον κάψουν, να φυλάνε τον άνθρωπο για να μην αποδράσει και για να μην παλουκώσει τους δικαστές και τους δικηγόρους με τις καρέκλες (σε μία καρέκλα ανάποδη βολεύεις 4, έναν στο κάθε πόδι), για να μην αυτοκτονήσει, για να "μην" γενικώς...

Κι όμως, αν δεν πρόσεχες τα χέρια τους, ο κρατούμενος με τον -εξουσιοδοτημένο να τον φυλάει- αστυνομικό, έμοιαζαν ίδιοι, θα μπορούσαν να βρίσκονται στο ίδιο κάδρο, στο ίδιο τραπέζι καφετέριας και να παίζουν τάβλι. Τόσο ίδιοι, κι όμως... ο ένας είχε δικαίωμα να δένει τα χέρια του άλλου και να τον σέρνει από το μπράτσο όπου "ορίζει ο νόμος". Σκατά.


Bonus:
Πανούσης στο ραδιόφωνο του ταξιτζή με απολαυστικότατη "συνέντευξη" με αλαβάνο.
Extra bonus: Καμάκι από ένα "ματαζάκι" (εκ του ματ+παριζάκι) που μου έδωσε την ευκαιρία να απαντήσω με κομψότατη βρισιά και να δω όλα τα "ματαζάκια" να κωλοχαίρονται που τα βρίζω, αντί να θέλουν να με πλακώσουν στις γκλοπιές. Μαζοχάκια, ανόητα και χαζοκαβλωμένα...
Από εκείνα που τα παρασύρεις στην κρύπτη σου, τα στήνεις στη σειρά και τα σφαλιαρίζεις όπως ο Βέγγος τις αδερφές του, με ένα χαστούκι-μια ριξιά. Φεύγοντας, λένε κι ευχαριστώ...

Δεν είμαι εγώ για τέτοια, μου χαλάνε το στομάχι ή μήπως έφταιγε ο καφές του κυλικείου;

Οι τουαλέτες των δικαστηρίων πάντως, είναι έξτρα αβαντ γκαρντ, κατεβαίνεις σε μια υπόγα, οι λάμπες φθορίου "παίζουν", μυρίζει υγρασία -και μη χειρότερα- κι ενώ κατουράς, φαντάζεσαι σκηνές από εγκλήματα μίσους να διαδραματίζονται έξω απ' την κλειστή πόρτα που έχεις μπροστά σου... γραμμές από αίματα πετάγονται και βάφουν το βρώμικο καθρέφτη, αγκομαχητά τελευταίας πνοής γεμίζουν τις χέστρες με ηχώ από πλακάκια, ο δολοφόνος να ξεπλένει το αίμα απ' τα χέρια του στη χαλασμένη βρύση και ο μπιχλονιπτήρας να γεμίζει κόκκινο νερό. Ύστερα, κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, ανασαίνει βαθιά και εσύ, τραβάς καζανάκι για να του χαλάσεις τη στιγμή! "Ουπς, σόρι φίλε" λες, και φεύγεις για άλλα επεισόδια, πιο "καπνισμένα" και πιο φωναχτά. Είχαν συγκέντρωση για την ανάκριση των 6, κι εσύ πολύ χρόνο ως τη δίκη 57.

13 Δεκ 2010

Τα χελιδόνια του Barn


Εδώ η σύντροφός του έχει τραυματιστεί και η κατάσταση είναι σοβαρή. Χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο και προσγειώθηκε δρόμο.


Ο αγαπημένος της, της έφερνε τροφή και της συμπαραστεκόταν με αγάπη και συμπόνια.


Της έφερε ξανά τροφή, αλλά διαπίστωσε με πόνο ότι το σώμα της ήταν ακίνητο.
Προσπάθησε να την κουνήσει... κάτι που σπάνια βλέπουμε στα χελιδόνια.


 
Όταν καταλαβαίνει ότι η αγαπημένη του σύντροφος έχει πεθάνει και ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, κλαίει σπαρακτικά.


Στάθηκε δίπλα της, λυπημένος για το θάνατό της, κλαίγοντας.


Τέλος, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να την επαναφέρει, στάθηκε δίπλα στο σώμα της με θλίψη.


Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα ζώα και τα πουλιά δεν έχουν εγκέφαλο ή συναισθήματα; 

Πηγή: Φωλιά του Τσίνο στο Facebook
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία αγάπης που έχει συγκλονίσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι από όλο τον πλανήτη έσπευσαν να δουν αυτές τις εικόνες στην Αμερική και την Ευρώπη, ακόμη και στην Ασία. Λέγεται ότι ο φωτογράφος απαθανάτισε αυτές τις φωτογραφίες έναντι αστρονομικής αμοιβής για την πιο διάσημη εφημερίδα στη Γαλλία. Όλα τα αντίτυπα της εφημερίδας πουλήθηκαν από την πρώτη ημέρα που δημοσιεύτηκαν αυτές οι εικόνες.


Για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα: Τα χελιδόνια του Barn
Η ιστορία που πρωτοδημοσιεύτηκε στα Αγγλικά

Διώκτης σ'αυτόν


Τάχα μου ψάχνει κάπου ν’ ανήκει,
μέσα του, όμως, δεν ανήκει πουθενά.
 
Της μοναξιάς του κύριος,
χύνει ένα δάκρυ στα κλεφτά…

Μονίμως κάτι αναζητά,
κι όταν το βρει, ψάχνει ξανά.

Του αρέσει να μην έχει τίποτα,
γιατί κάποτε έχασε πολλά.

Το ίδιο του το μεγαλείο αποφεύγει
και στην ίδια πλάνη γυρνά.

Μυστήριο, τι να φοβάται πιο πολύ,
να ηττηθεί ή να νικήσει;

Στον μικρό αδερφό.

8 Δεκ 2010

Οξύμωρο

Γιατί να αυτοκτονήσεις αν δεν πιστεύεις ότι θα τελειώσει εκεί ο φαύλος κύκλος;

Και γιατί όλοι οι υποψήφιοι αυτόχειρες που γνωρίζω ονειρεύονται να κάνουν παιδιά;


Άκου κι ένα τραγούδι επειδή δεν γουστάρω να πω άλλα απόψε.

6 Δεκ 2010

Εύχομαι να χειμωνιάσει και...

...ΦΟΥ! Σβήνω τα κεριά της τούρτας των γενεθλίων. 



Μπορεί να σπάω πολλές παραδόσεις, αλλά η τούρτα είναι τούρτα, εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον και την ειδική υπογλυκαιμία μου!
Θέλω να χειμωνιάσει. Μου τη βαράει να βγαίνω έξω και να συναντάω πορτοκαλί και κίτρινες πεταλούδες να πετούν ανέμελα ανάμεσα στα ανθισμένα (;!) λουλούδια. Μου τη βαράει να βλέπω κουνούπια και να ακούω πουλάκια να τιτιβίζουν ανοιξιάτικους ρυθμούς ακόμα και τη νύχτα. Δεν θέλω ρε παιδί μου, πώς το λένε; Ωραίες οι πεταλούδες, αλλά έπρεπε να έχουν ψοφήσει καιρό τώρα. Έχουμε Δεκέμβρη!!! Έπρεπε να έχει παγώσει το σύμπαν, να κάνει κρύο, να χρειάζομαι τα πουλόβερ που πιάνουν χώρο στα ράφια μου. Να πιάσουν τόπο τα κερατιάτικα που πληρώνω στα κοινόχρηστα για θέρμανση, να θέλω τζάκι, κάστανα, να χρειάζομαι τη φωτιά. Να βγαίνω έξω και να μυρίζει πάγος και βοριάς. Να θέλω να σταθώ και να μείνω για λίγο, όχι να θέλω να αποδημήσω σε μέρη πιο ψυχρά. Σβήστε τα φώτα ρεεε, αφήστε τη νύχτα να καλύψει το σύμπαν, να δούμε άστρα χειμωνιάτικα να τρεμοπαίζουν, ενώ οι ανάσες μας θολώνουν τον παγωμένο αέρα.

Πάλι κάποιος πέθανε στην επέτειο που γενήθηκα, λίγο πριν-λίγο μετά, πάντα κάποιος πεθαίνει. Τον τελευταίο καιρό "μετράω" τους ανθρώπους και τις σχέσεις μου, απλά αναλογιζόμενη "να αυτός θα στεναχωριόταν αν πέθαινα" ή "να εκείνος, θα μου έλειπε αν πέθαινε". Πολλές οι κηδείες και λίγα τα κόλυβα φέτος. Όλοι βιάζονται να πάνε και να μην ξανάρθουν. Να φύγουν και να γλιτώσουν λένε... "φαγώθηκαν πια". Να πας ρε φίλε αν το θες τόσο πολύ, αλλά τι βιάζεσαι τόσο; Θα κάνεις περισσότερα αν πας πιο γρήγορα; Έχεις να προλάβεις τη βάρκα; Είχε δρομολόγιο στις 3 το εξπρές και δεν θες να το χάσεις; Τι βιάζεσαι τόσο;
Δεν καταλαβαίνω.

Στιγμές καλές και happy fucking birthday αλά Ramones
the rest of it is history. Ας δούμε μια άσπρη μέρα τουλάχιστον, λίγο χιόνι πάντα αλλάζει τα δεδομένα. Έρχονται και οι "γιορτές", η πιο μίζερη περίοδος του χρόνου που όλοι βγάζουν εκείνη την ψεύτικη ευαισθησία και στέλνουν sms με 3 ευρώ για τα παιδάκια που πεινάνε στην Αφρική, ενώ οι ίδιοι χλαπακιάζουν κουραμπιέδες στο δερμάτινο καναπέ τους... τι βλακείες ζωή μου. Μόνο πότε θα πάρω εκείνον τον μπαλτά και θα αρχίσω να ανοίγω μυαλά "the manual way" δεν ξέρω. Επιφυλάσσομαι.
 
Ένα από τα καλύτερα μηνύματα της ημέρας των γενεθλίων έγραφε "Η τέχνη της ζωής αξίζει τον κόπο".
Μην ψοφάτε λοιπόν έτσι, σκέτα, ξερά. Τέχνη και το ζην, και το μη ζην.
Οι απορίες μας τελείωσαν, δεν δεχόμαστε άλλες, σήμερα κερνάμε μόνο τούρτα.

4 Δεκ 2010

SEX - ΒΙΑ - ΑΙΜΑ - ΒΙΒΛΙΑ

Ήταν όλα κανονισμένα. Ο φάκελος βρισκόταν ήδη στο ΚΨΜ και περίμενε να τον παραλάβω. Θα ήταν στρατηγικά τοποθετημένος πίσω από το γραφείο, με τη σημείωση "για τη Littlewind, από Κωλόγρια". Είχε υποσχεθεί πολύ σεξ και ασυγκράτητη βία, ανυπομονούσα. Φτάνω στον εκδοτικό οίκο, μπαίνω μέσα, ψάχνω με τα μάτια κι εντοπίζω το φάκελο. Ένας ευγενικός κύριος καθόταν πίσω απ’ το γραφείο, ανάμεσα σε μένα και το φάκελό μου. Με καλημέρισε. Ανταπέδωσα. Του είπα ότι είχα έρθει για να πάρω το φάκελο. Μου χαμογέλασε με νόημα και με ρώτησε αν είμαι η Littlewind. Επιβεβαίωσα την ταυτότητά μου. Έπρεπε να επισπεύσω τη διαδικασία, ανυπομονούσα για το σεξ ή για τη βία… ή και για τα 2, δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω, αλλά ανυπομονούσα.
Παίρνω το φάκελο στα χέρια μου και απομακρύνομαι γρήγορα από τον εκδοτικό. Ανηφορίζω λίγο τη Ζωοδόχου Πηγής, κοντοστέκομαι και τον ανοίγω. Βγάζω το βιβλίο. Διαβάζω. Ασπρίζω. Ζαλίζομαι. Στηρίζομαι στον τοίχο ενός καταστήματος για να μην πέσω. Ένας νεαρός περαστικός σταματά να με ρωτήσει αν είμαι καλά. Του γνέφω καταφατικά. Με ρωτάει αν χρειάζομαι νερό. Συνειδητοποιώ ότι κρατούσα ένα μπουκάλι νερό. Πίνω. Του ξαναγνέφω "ευχαριστώ". Τον ξαποστέλνω ευγενικά. Βρίσκω την αναπνοή μου -σχεδόν. Ξανανοίγω το βιβλίο διαβάζω ξανά για να βεβαιωθώ ότι δεν μου ξέφυγε κάτι. Ζάλη... τόση βία, τόση διαστροφή, τόσοι διεφθαρμένοι χαρακτηρισμοί, όλα συμπυκνωμένα σε μια πρόταση και ένα σκίτσο...

Δεν ήξερα αν με αποτελείωσε η υπογραφή της ή το σκίτσο...

Ενώ σκεφτόμουν "είναι παράφρων η τύπισσα, δεν χωράει αμφιβολία". Ανηφόρισα λίγο ακόμα και βρήκα ένα κλειδαράδικο. Αγόρασα σύρτες, λουκέτα και νέες κλειδαριές για τις πόρτες του σπιτιού μου. Δεν μπορούσα να το διακινδυνέψω. Σκέφτηκα ακόμα και να φύγω για λίγο καιρό, αλλά το μετάνιωσα. Κάτι τέτοιο θα έκανε τα πράγματα χειρότερα και ακόμα πιο επικίνδυνα.
Μου πήρε μέρες να συνέλθω από το σοκ και πολλές νύχτες που δεν κατάφερνα να κοιμηθώ δίχως να έρχονται στο νου μου και στα όνειρά μου εικόνες τόσο τρομερές, που ξυπνούσα ιδρωμένη και λαχανιασμένη. Αυτή η αφιέρωση με στοίχειωσε. Γι' αυτό κι έκανα τόσες μέρες να γράψω εδώ. Φοβόμουν!

Αν είστε μαζόχες, σας συνιστώ να επιδιώξετε να "κλέψετε" μια αφιέρωση της Κωλόγριας πάνω στο βιβλίο της, αν όμως δεν είστε, stay away. Μακριά! Η γυναίκα είναι παράφρων λέμε! Είναι για γερό στομάχι και νεύρα μπετόν αρμέ.

Τώρα σας αφήνω, πάω να κοιτάξω κάτω απ' το κρεβάτι και μέσα στην ντουλάπα μου...